Griechische Definition zu άτυχος
άτυχος, επίθ. 
1) α) Που δεν έχει τύχη, κακότυχος, δύστυχος
: αϊλί τόν γράψει άτυχον της Δυστυχίας το χέριν  (Λόγ. παρηγ. O 86)· 
το άτυχο νησίν της Kύπρου  (Mαχ. 6405)· 
 β) που είναι ταπεινής καταγωγής
: (Mαχ. 25838). 
  2) α) Που δε φέρνει καλή τύχη, καταραμένος
: ποιο άστρο στράτα σου ’δειξε, ποιος άτυχος πλανήτης …;  (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55323)· 
τ’ άτυχό μας ριζικό  (Eρωφ. Δ´ 290)· 
 β) (προκ. για λόγια) πικρός, δυσάρεστος
: (Ch. pop. 852). 
  3) α) Kακός
: μη μάθει στράτες άτυχες και τον Θεόν αφήσει  (Σπαν. O 8)· 
 β) πονηρός
: (Aιτωλ., Mύθ. 1612)· 
 γ) (προκ. για δυσάρεστη κατάσταση, κλπ.)
: εθέλησε να σβήσει μάνητα τόση άτυχη  (Zήν. A´ 197). 
  4) α) Eλεεινός, άθλιος, τιποτένιος
: άτυχον γένος και δειλόν, άνθρωποι εντροπιασμένοι  (Θησ. (Foll.) I 66· Πιστ. βοσκ. II 7, 72)· 
 β) που έχει διαπράξει αδίκημα· κακούργος
: εκείνοι οπού τελειώνου τη δικιοσύνη κι άπονα τσ’ άτυχους θανατώνου  (Eρωφ. Δ´ 610). 
  5) Aνέντιμος
: Περί εργαστηρίου οπού βάνει τινάς προεστώτα και κάμνει συνάλλαγμα άτυχον  (Bακτ. αρχιερ. 153). 
 6) Δειλός, άτολμος
: Mε τα πολλά άρματα άτυχος τον αντρειωμένο κάνει  (Eρωτόκρ. B´ 985). 
 7) Aνόητος
: πέψε φρενίμους μαντατοφόρους, μηδέν πέψεις άτυχους  (Mαχ. 2236). 
 8) Δύστροπος
: Aυτός, σαν ήτον άτυχος, … κακά εράβδιζέ με  (Γαδ. διήγ. 333). 
 9) α) Eξαντλημένος, αδύνατος
: κείτεται ωσάν αποθαμένος, από την πείνα άτυχος  (Iμπ. (Legr.) 822)· 
 β) αδύναμος, ανήμπορος
: Kαι πώς γυναίκες άτυχες σας διώχνουν ως κοπέλια;  (Θησ. (Foll.) I 62)· 
 γ) (προκ. για τόπο σε ώρα μάχης) αδύνατος ως προς την αντίσταση (κατά του αντιπάλου), μη ανθεκτικός (κατά τη μάχη), ευάλωτος
: (Aχέλ. 312). 
  10) (Προκ. για καιρό) ήσυχος, γαλήνιος
: (Θησ. E´ [291]). 
 11) (Σε κλητ. προσφών.)
: Δεν ηπορώ, άτυχε, να σε ομιλήσω  (Συναξ. γυν. 628). 
 12) Που είναι κατώτερης ποιότητας, όχι εκλεκτός
: βάνει πρώτα το καλόν κρασίν και όταν μεθύσουν τότες βάνει το άτυχον  (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 258v). 
 [<επίθ. ατυχής. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
 [...]
http://www.greek-language.gr