Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ανδροπρεπώς

ανδροπρεπώς (Katharevousa) ἀνδροπρεπῶς ἀνδροπρέπεια


ανδροφέρνω

ανδροφέρνω άνδρας + -ο- + φέρνω


ανδρωνίτης

ανδρωνίτης altgriechisch ἀνδρωνῖτις ἀνδρών ἀνήρ


ανδρώνομαι

ανδρώνομαι Passiv von ανδρώνω και αντρώνω altgriechisch ἀνδρόω


ανδρωνυμικό


ανδρώνω

ανδρώνω altgriechisch ἀνδρόω


ανεβάζω

ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)


ανεβαίνω

ανεβαίνω altgriechisch ἀναβαίνω


ανεβασιά

ανεβασιά ανεβάζω


ανέβασμα

ανέβασμα mittelgriechisch ἀνέβασμα (σκάλα)


ανεβατόρι

ανεβατόρι αναβατόριο + -ι


ανεβοκατεβαίνω

ανεβοκατεβαίνω ανεβαίνω -ο- κατεβαίνω


ανεβοκατέβασμα

ανεβοκατέβασμα ανέβ(ασμα) -ο- κατέβασμα


ανέγγιχτος

ανέγγιχτος άνέγγιχτος στην (Katharevousa) mittelgriechisch λέξη άνάγγιχτος από α στερητικό και ἐγγίζω, παράλληλη με το ἄγγιχτος ως αντώνυμο του άγγιχτός ( altgriechisch ἐγγύς)


ανεγείρω

ανεγείρω Koine-Griechisch ἀνεγείρω


ανέγερση

ανέγερση Πρότυπο:το χτίσιμο ενός κτιρίου, εκκλησίας κ.α.


ανέγκλητος

ανέγκλητος altgriechisch ἀνέγκλητος ἀν- + ἐγκαλέω / ἐγκαλῶ καλέω / καλῶ


ανεδαφικά


ανεδαφικό


ανεδαφικότητα

ανεδαφικότητα λόγια λέξη ἀνεδαφικότης ανεδαφικ(ός) + -ότης > -ότητα


ανειδίκευτος

ανειδίκευτος α στερητικό και ειδικεύομαι


ανεικονικότητα

ανεικονικότητα ανεικονικός + -ότητα


ανειλικρίνεια

ανειλικρίνεια αν- στερητικό + ειλικρίνεια


ανειλικρινώς

ανειλικρινώς ανειλικρινής


ανείπωτα

ανείπωτα ανείπωτος


ανείπωτο


ανέκαθεν

ανέκαθεν altgriechisch ἀνέκαθεν


ανεκδιήγητος

ανεκδιήγητος spätgriechisch στερητικό ἀν- και ἐκδιηγοῦμαι


ανεκδοτικά


ανεκδοτικό


ανέκδοτο

ανέκδοτο Etymologie fehlt


ανεκδοτολόγος

ανεκδοτολόγος ανέκδοτ(ο) + -ο- + -λόγος


ανεκμυστήρευτα

ανεκμυστήρευτα ανεκμυστήρευτος + -α


ανεκπλήρωτο


ανεκτά


ανεκτικά


ανεκτικός

ανεκτικός Koine-Griechisch ἀνεκτικός


ανεκτικότητα

ανεκτικότητα ανεκτικός + -ότητα Koine-Griechisch ἀνεκτικός altgriechisch ἀνέχομαι ἀνέχω ἔχω


ανεκτίμητα


ανέκφραστος

ανέκφραστος Koine-Griechisch ἀνέκφρασστος


ανελαστικότητα

ανελαστικότητα ανελαστικός + -ότητα


ανελεήμων

ανελεήμων Koine-Griechisch ἀνελεήμων


ανελέητα

ανελέητα (Katharevousa) ἀνηλεῶς Koine-Griechisch ἀνηλεῶς ἀνηλεής και ἀνελεής


ανελέητο


ανελέητος

ανελέητος altgriechisch ἀνελέητος α- + ἐλεῶ + -ητος


ανελεύθερα

ανελεύθερα ανελεύθερος + -α altgriechisch ἀνελεύθερος ἐλεύθερος


ανελευθερία

ανελευθερία altgriechisch ἀνελευθερία ἀν- + ἐλευθερία


ανελεύθερο


ανελεύθερος

ανελεύθερος altgriechisch ἀνελεύθερος ἀν- + ἐλεύθερος


ανέλιξη

ανέλιξη spätgriechisch ἀνέλιξις altgriechisch ἀνελίσσω (=ξετυλίγω)


ανέλκυση

ανέλκυση Koine-Griechisch ἀνέλκυσις altgriechisch ἀνελκύω


ανελκυστήρας

ανελκυστήρας ανελκύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ανελκύω

ανελκύω altgriechisch ἀνελκύω


ανέλο

ανέλο italienisch anello lateinisch anellus, υποκοριστικό του anus indoeuropäisch (Wurzel) *h₁eh₂no- (κρίκος, δαχτυλίδι)


ανέλπιστα

ανέλπιστα Etymologie fehlt


ανέλπιστος

ανέλπιστος altgriechisch ἀνέλπιστος


ανέμελα

ανέμελα ανέμελος


ανεμελιά

ανεμελιά ανέμελος + -ιά ανε- + μέλει


ανέμελος

ανέμελος Etymologie fehlt


ανέμη

ανέμη Koine-Griechisch ἀνέμη[1]


ανεμίζω

ανεμίζω Koine-Griechisch ἀνεμίζω


ανεμική

ανεμική substantiviertes Femininum des Adjektivs: ανεμικός άνεμος


ανεμικό

ανεμικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ανεμικός άνεμος


ανέμισμα

ανέμισμα ανεμίζω


ανεμιστήρας

ανεμιστήρας ανεμίζω + -τήρας ((Lehnübersetzung) französisch ventilateur) Wort verwendet ab 1876


ανεμιστήρι

ανεμιστήρι ανεμίζω


ανεμιστής


ανεμοβλογιά

ανεμοβλογιά άνεμος + βλογιά


ανεμοβρόχι

ανεμοβρόχι άνεμος + βροχή


ανεμόβροχο

ανεμόβροχο άνεμος και βροχή


ανεμογεννήτρια

ανεμογεννήτρια άνεμος + γεννήτρια


ανεμογράφος

ανεμογράφος (entlehnt aus) französisch anémographe altgriechisch ἄνεμος + γράφω


ανεμοδείκτης

ανεμοδείκτης άνεμος + δείκτης (Wort verwendet ab 1835)


ανεμοδέρνω

ανεμοδέρνω άνεμος και δέρνω


ανεμοδούρα

ανεμοδούρα {[μσν}} ἀνεμοδούριον


ανεμοδούρας


ανεμοδόχη

ανεμοδόχη άνεμος + -δόχη δέχομαι, (Katharevousa: ανεμοδόχος αρσενικό)


ανεμοζάλη

ανεμοζάλη άνεμος και ζάλη


ανεμοθύελλα

ανεμοθύελλα άνεμος και θύελλα


ανεμοκλάδι

ανεμοκλάδι άνεμος + -ο- + κλαδί


ανεμολόγιο

ανεμολόγιο ανεμο(ς) + -λόγιο


ανεμομάζεμα

ανεμομάζεμα άνεμος και μαζεύω


ανεμομάζωμα

ανεμομάζωμα άνεμος και μαζεύω


ανεμόμετρο

ανεμόμετρο άνεμος + μέτρο


ανεμόμυλος

ανεμόμυλος mittelgriechisch ἀνεμόμυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + μύλος


ανεμοπλάνο

ανεμοπλάνο άνεμος + -ο- + -πλάνο


ανεμοπορία

ανεμοπορία άνεμος + πόρος


ανεμόπτερο

ανεμόπτερο Katharevousa ανεμόπτερον άνεμος + πτερόν


ανεμοπύρωμα

ανεμοπύρωμα άνεμος και πύρωμα


ανεμορούφουλας

ανεμορούφουλας άνεμος + -ο- + ρούφουλας


άνεμος

άνεμος altgriechisch ἄνεμος


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ανεμοσκόπιο

ανεμοσκόπιο άνεμος + -σκόπιο


ανεμοστάτης

ανεμοστάτης άνεμος και ίσταμαι


ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβιλος Koine-Griechisch ἀνεμοστρόβυλος με ιώτα κατά το στρόβιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμο- + στρόβιλος.


ανεμοσυρμή

ανεμοσυρμή άνεμος και συρμή ( σύρω)


ανεμότρατα

ανεμότρατα άνεμος και τράτα


ανεμούρι

ανεμούρι ανέμη


ανεμούριο

ανεμούριο Koine-Griechisch ἀνεμούριον (ο ανεμόμυλος και ο ανεμοδείκτης altgriechisch οὖρος


ανεμόχορτο

ανεμόχορτο άνεμος + -ο- + χόρτο



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback