Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαβαείο αβάς (Lehnübersetzung) französisch abbaye
άβακας altgriechisch ἄβαξ
αβάκιο altgriechisch ἀβάκιον Diminutiv von ἄβαξ (άβακας)
αβαλσάμωτα αβαλσάμωτος + -α
Αβάνα Havana ίσως από έναν φύλαρχο ονόματι Habaquanex ή από παραφθορά της λέξης «σαβάνα» ή von deutsch λέξη χάφεν για το λιμάνι και το καταφύγιο
αβανγκάρντ französisch avant-garde
αβανγκαρντισμός französisch avant-gardisme
αβανιά mittelgriechisch ἀβανία / ἀβανιά / 'βανία türkisch avan arabisch خوان (ḵawwān: άπιστος, αναξιόπιστος, ύπουλος, προδότης) ρίζα خ و ن (ḵ-w-n)
αβανιάζω αβάνης, αβαν(ιά) + -ιάζω
αβανιάρης αβαν(ιά) + -ιάρης
αβάνς französisch avance
αβάντα παλαιά italienisch avantare ή venezianisch vantarse (επαινώ, καυχιέμαι) -σύγχρονη italienisch vantare- spätlateinisch vanitare (κομπάζω) lateinisch vanitas (ματαιοδοξία)[1][2]
αβανταδόρος αβάντα
αβαντάζ französisch avantage
αβαντάρω italienisch avantare lateinisch adventare, απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα τού advento advenio venio indoeuropäisch (Wurzel) *gʷem-
αβάντζα (αναδρομικός σχηματισμός) αβαντζ(άρω) + -α italienisch avanzare (είμαι πιστωτής)[1]
αβαντζάρω italienisch avanzare
αβάντζο italienisch avanzo (πλεόνασμα ισολογισμού)[1]
αβάντι italienisch avanti
αβάπτιστος ἀβάπτιστος in Katharevousa α- στερητικό + βαπτίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
αβαράρω italienisch varare = καθελκύω πλοίο
αβαρεσιά αβάρετος
αβάρετος α- + βαριέμαι
αβαρία italienisch avaria (ζημία πλοίου) arabisch عوارية (ʿawāriyya) عوار (ʿawār) عور (ʿawira: χάνω το ένα μάτι, γίνομαι μονόφθαλμος) ρίζα ع و ر (ʿ-w-r)
αβάς κατά τον μεσαίωνα αλλά και in Katharevousa, ἀββᾶς από τη französisch λέξη abbe von aramäisch אבא -abba, (πατέρας)
αβασάνιστα αβασάνιστος + -α
αβασίλευτος ἀβασίλευτος ἀ- + βασιλεύω
αβασκαίνω α- προτακτικό + βασκαίνω
αβασταγό α προτακτικό + βασταγό
→ siehe: αβάσταχτος
αβάσταχτα αβάσταχτος
άβατο Koine-Griechisch ἄβατον, Maskulinum von ἄβατος ἀ- + altgriechisch βαίνω
αβάφτιστος altgriechisch ἀβάπτιστος ἀ- + βαπτίζω + -τος
αβγατίζω mittelgriechisch ἀβγατίζω ἐβγατίζω *ἐβγατ(ός) Koine-Griechisch ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) altgriechisch ἐκβαίνω[1]
αβγάτισμα αβγατίζω
αβγό mittelgriechisch αβγό(ν) / αυγό(ν) altgriechisch ᾠόν ᾠϝόν proto-griechisch *ōyyón proto-indogermanisch *h₂ōwyóm (αβγό) *h₂éwis (πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό (δείτε και αφτί)
αβγοδάρτης αβγό + -ο- + δάρτης
αβγοθήκη αβγό + θήκη
αβγοκόβω αβγό + κόβω
αβγολέμονο αβγό + λεμόνι
αβγοτάραχο mittelgriechisch αβγοτάραχον / αβγοτάριχον αβγό + altgriechisch τάριχος (ψάρι καπνιστό)
αβγουλάκι αβγούλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
αβγουλάς αβγό
αβγούλι αβγό + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
αβγουλιέρα αβγό (παράβαλε τυρί > τυριέρα)
αβγουλίλα αβγό, αβγουλάκι + -ίλα
αβγουλού Femininum von αβγουλάς
αβδέλλα altgriechisch ἀβδέλλα α- από τη συμπροφορά με αόριστο άρθρο (μια βδέλλα /miavðεla/) και ανασυλλαβισμό /mia avðεla/[1]
αβδελλάς ἀβδελλᾶς ἀβδέλλα
αβδελλιάζω ἀβδελλιάζω ἀβδέλλα
αβδελλώνω ἀβδελλώνω ἀβδέλλα + -ώνω
αβδηρίτης altgriechisch Ἀβδηρίτης Ἄβδηρα
αβδηριτισμός altgriechisch Ἀβδηρίτης
αβέβαια αβέβαιος
αβεβαιότητα Koine-Griechisch ἀβεβαιότης
Άβελ von εβραϊκό όνομα הבל (Hẹḇel) που σημαίνει ανάσα, ατμός, πνοή, απώλεια, ματαιότητα ή, κατά άλλους ειδικούς, von akkadisch λέξη ablu (γιος) ή από λέξη που σημαίνει κτηνοτρόφος
αβελτηρία altgriechisch ἀβελτερία ἀβέλτερος στερητικό α- + βέλτερος (altgriechisch βελτίων), αυτός που δεν μπορεί να βελτιωθεί
αβέρτα αβέρτος
αβερτοσύνη αβέρτος + -οσύνη
Αβέρωφ Etymologie fehlt
Αβεσαλώμ Etymologie fehlt
αβίαστα επίθετο αβίαστος
αβιογένεση α- στερητικό + βίος +γένεση
αβιταμίνωση ἀβιταμίνωσις in Katharevousa α- στeρητικό + βιταμίνη
άβλαβα άβλαβος
άβλαβος α- στερητικό + βλάβη
αβλέπτημα ἀβλέπτημα ἀβλεπτώ
αβλεψία Koine-Griechisch ἀβλεψία ἀβλεπτῶ α- + βλέπω. Η αρχική σημασία ήταν «τύφλωση»
αβοήθητα αβοήθητος
άβολος von α- στερητικό και το βολή
άβουλα mittelgriechisch ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση κάποιου) altgriechisch ἀβούλως α στερητικό και βουλή
αβούλευτος Koine-Griechisch ἀβούλευτος altgriechisch βουλεύομαι, Passiv von βουλεύω βουλή βούλομαι proto-indogermanisch *gʷel-
αβουλησία αβούλητος
αβουλία altgriechisch ἀβουλία
άβουλος mittelgriechisch άβουλος ά- (στερητικό) + βουλή (βούληση)
Αβραάμ Koine-Griechisch Ἀβραάμ hebräisch אברהם (πατέρας πολλών εθνών) όπως μετονομάστηκε ο Αβράμ (אברם) von Θεό (von βιβλίο της Γενέσεως (Κεφάλαιον ιζ'))
αβράδιαστα αβράδιαστος + -α
αβράκωτος α- (στερητικό) + βρακώνω + -τος
αβραμιαίος mittelgriechisch ἀβραμιαῖος Αβραάμ
αβρόμιστος α- + βρομίζω + -τος
αβρότητα altgriechisch ἁβρότης ἁβρός (: λεπτός, τρυφερός)
αβροφροσύνη αβρός + φρονώ
αβροχιά Koine-Griechisch ἀβροχία
άβυσσος altgriechisch ἄβυσσος[1] ἄβυσσος (επίθετο) ἀ- (ά- στερητικό) + βυσσός (βυθός)
τον φιλοξένησε αγαθά, γιατί δεν ήξερε ότι ο παλιός συμμαθητής του τώρα ήταν δραπέτης
αγαθεύω αγαθός
αγαθό altgriechisch ἀγαθόν[1], substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αγαθός, ἀγαθός
αγαθοεργία altgriechisch ἀγαθοεργία → siehe: ἀγαθός, ἔργον και -ία
αγαθοπιστία αγαθόπιστος
αγαθοποιία altgriechisch ἀγαθοποιία ἀγαθός + -ποιία
αγαθοποιός αγαθό + -ποιός ( ποιῶ)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.