Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στο σχολείο και στην κοινωνία πρέπει να διαλύσουμε τον μύθο ότι μπορεί κανείς να είναι "ωραίος, δυνατός και υπερδραστήριος" χωρίς προσπάθεια. | In Schule und Gesellschaft gilt es, den Mythos zu zerstören, wonach man mühelos "schön, stark und hyperaktiv " sein kann. Übersetzung bestätigt |
Συνοψίζοντας, θέλω, αν μου επιτρέπετε, και πάντα στο πνεύμα με το οποίο μίλησα μόλις τώρα, να διαβάσω στους συναδέλφους μας ένα μικρό απόσπασμα του εθνικού ύμνου σας, διότι είναι ωραίος! | Gestatten Sie mir abschließend, im Geiste des eben Gesagten eine kleine Passage aus Ihrer Nationalhymne zu verlesen, denn die ist sehr schön! Übersetzung bestätigt |
Αυτός είναι ένας ωραίος λόγος, αλλά στην πράξη τι γίνεται; | Das hört sich alles sehr schön an, aber was geschieht denn in der Praxis? Übersetzung bestätigt |
Εκτός αυτού, ο ήχος του τριξίματος των χρημάτων είναι πολύ ωραίος και θα εξακολουθούσαμε να έχουμε μία λογική ενίσχυση ενός πολύ ενδιαφέροντος προϊόντος. | Außerdem knistert das Geld so schön, und wir hätten weiterhin eine vernünftige Förderung eines sehr interessanten Produkts. Übersetzung bestätigt |
Ο χώρος είναι ο ωραίος, αλλά θέλω να επισημάνω τα πολυάριθμα ελαττώματά του. | Der Raum ist schön. Die vielen Fehler möchte ich jetzt anmerken. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
ωραίος -α -ο [oréos] : 1. για ό,τι θέλγει, ευχαριστεί τις αισθήσεις μας και την ψυχή μας· (πρβ. καλός, εξαίσιος, θαυμάσιος, υπέροχος). ANT άσχημος. α. που προκαλεί σε κπ. ευχαρίστηση, όταν τον βλέπει· όμορφος: Ωραίο τοπίο. Ωραία εικόνα. Ωραία λουλούδια. Ωραία μάτια / μαλλιά. Ωραίο χαμόγελο. Ωραίο σώμα. Ωραία χρώματα. Ωραία σχέδια. Ωραίο άλογο. Ωραία μορφή. Ωραίο πρόσωπο. Ωραία γυναίκα. ωραίος -α -ο άντρας. || H ωραία Ελένη, της Iλιάδας. || Ωραία Πύλη*. (έκφρ.) ωραίο φύλο*. β. που ευχαριστεί οποιαδήποτε άλλη αίσθηση: Ωραία μουσική. Ωραία φωνή. Ωραίο άρωμα. Ωραία μυρωδιά. Tα φαγητά ήταν όλα ωραία. || καλός, ευχάριστος: ωραίος -α -ο καιρός. Ωραία μέρα / βραδιά. Ωραίο ταξίδι. (έκφρ.) μία(ν) ωραία(ν) πρωία(ν)*. γ. που ικανοποιεί ή συναρπάζει: Ωραία ιστορία. Ωραίο ποίημα. Ωραίο ανέκδοτο. Ήταν ένας ωραίος -α -ο αγώνας. δ. που προκαλεί ένα συναίσθημα ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, ικανοποίησης κτλ.: Είναι ωραίο να αγωνίζεσαι. || (επιδοκιμαστικά): Ωραία χειρονομία. Πολύ ωραία η παρατήρησή σας, σωστή. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.