ψηφίζω Verb  [psifizo, pshfizw]

  Verb
(11)
  Verb
(0)

Etymologie zu ψηφίζω

ψηφίζω altgriechisch ψηφίζω ψήφος, μικρή πέτρα.


GriechischDeutsch
Για να ψηφίζω.Um wählen zu können.

Übersetzung nicht bestätigt

Είμαι αρκετά μεγάλος να ψηφίζω. Αρκετά μεγάλος να πολεμώ, και να μην αναφέρω ότι είμαι επαγγελματίας φωτορεπόρτερ και είναι μία φανταστική ιστορία.Ich darf wählen, ich darf für mein Land kämpfen und nicht zu vergessen arbeite ich als Fotoreporter, der an einer Story dran ist.

Übersetzung nicht bestätigt

Και πάλι προτιμώ να ψηφίζω.Ja, aber wählen zu können, ist mir lieber.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα μπορώ να ψηφίζω... ν' αγοράζω λαχεία, να πίνω... στον Καναδά.Ich werde wählen dürfen, Lotto spielen, trinken... in Kanada.

Übersetzung nicht bestätigt

Πήρα το πτυχίο μου ενώ δεν ήμουν ακόμη αρκετά μεγάλη για να ψηφίζω.Hatte meinen Abschluss noch bevor ich überhaupt alt genug war, um wählen zu gehen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
ψῆφον τίθημι και τίθεμαι
φέρω την ψῆφον
διαφέρω την ψῆφον
ψήφισμα ποιοῦμαι
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ψηφίζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψηφίζωψηφίζουμε, ψηφίζομεψηφίζομαιψηφιζόμαστε
ψηφίζειςψηφίζετεψηφίζεσαιψηφίζεστε, ψηφιζόσαστε
ψηφίζειψηφίζουν(ε)ψηφίζεταιψηφίζονται
Imper
fekt
ψήφιζαψηφίζαμεψηφιζόμουν(α)ψηφιζόμαστε, ψηφιζόμασταν
ψήφιζεςψηφίζατεψηφιζόσουν(α)ψηφιζόσαστε, ψηφιζόσασταν
ψήφιζεψήφιζαν, ψηφίζαν(ε)ψηφιζόταν(ε)ψηφίζονταν, ψηφιζόντανε, ψηφιζόντουσαν
Aoristψήφισαψηφίσαμεψηφίστηκαψηφιστήκαμε
ψήφισεςψηφίσατεψηφίστηκεςψηφιστήκατε
ψήφισεψήφισαν, ψηφίσαν(ε)ψηφίστηκεψηφίστηκαν, ψηφιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ψηφίσει
έχω ψηφισμένο
έχουμε ψηφίσει
έχουμε ψηφισμένο
έχω ψηφιστεί
είμαι ψηφισμένος, -η
έχουμε ψηφιστεί
είμαστε ψηφισμένοι, -ες
έχεις ψηφίσει
έχεις ψηφισμένο
έχετε ψηφίσει
έχετε ψηφισμένο
έχεις ψηφιστεί
είσαι ψηφισμένος, -η
έχετε ψηφιστεί
είστε ψηφισμένοι, -ες
έχει ψηφίσει
έχει ψηφισμένο
έχουν ψηφίσει
έχουν ψηφισμένο
έχει ψηφιστεί
είναι ψηφισμένος, -η, -ο
έχουν ψηφιστεί
είναι ψηφισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ψηφίσει
είχα ψηφισμένο
είχαμε ψηφίσει
είχαμε ψηφισμένο
είχα ψηφιστεί
ήμουν ψηφισμένος, -η
είχαμε ψηφιστεί
ήμαστε ψηφισμένοι, -ες
είχες ψηφίσει
είχες ψηφισμένο
είχατε ψηφίσει
είχατε ψηφισμένο
είχες ψηφιστεί
ήσουν ψηφισμένος, -η
είχατε ψηφιστεί
ήσαστε ψηφισμένοι, -ες
είχε ψηφίσει
είχε ψηφισμένο
είχαν ψηφίσει
είχαν ψηφισμένο
είχε ψηφιστεί
ήταν ψηφισμένος, -η, -ο
είχαν ψηφιστεί
ήταν ψηφισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψηφίζωθα ψηφίζουμε, θα ψηφίζομεθα ψηφίζομαιθα ψηφιζόμαστε
θα ψηφίζειςθα ψηφίζετεθα ψηφίζεσαιθα ψηφίζεστε, θα ψηφιζόσαστε
θα ψηφίζειθα ψηφίζουν(ε)θα ψηφίζεταιθα ψηφίζονται
Fut
ur
θα ψηφίσωθα ψηφίσουμε, θα ψηφίζομεθα ψηφιστώθα ψηφιστούμε
θα ψηφίσειςθα ψηφίσετεθα ψηφιστείςθα ψηφιστείτε
θα ψηφίσειθα ψηφίσουν(ε)θα ψηφιστείθα ψηφιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψηφίσει
θα έχω ψηφισμένο
θα έχουμε ψηφίσει
θα έχουμε ψηφισμένο
θα έχω ψηφιστεί
θα είμαι ψηφισμένος, -η
θα έχουμε ψηφιστεί
θα είμαστε ψηφισμένοι, -ες
θα έχεις ψηφίσει
θα έχεις ψηφισμένο
θα έχετε ψηφίσει
θα έχετε ψηφισμένο
θα έχεις ψηφιστεί
θα είσαι ψηφισμένος, -η
θα έχετε ψηφιστεί
θα είστε ψηφισμένοι, -ες
θα έχει ψηφίσει
θα έχει ψηφισμένο
θα έχουν ψηφίσει
θα έχουν ψηφισμένο
θα έχει ψηφιστεί
θα είναι ψηφισμένος, -η, -ο
θα έχουν ψηφιστεί
θα είναι ψηφισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψηφίζωνα ψηφίζουμε, να ψηφίζομενα ψηφίζομαινα ψηφιζόμαστε
να ψηφίζειςνα ψηφίζετενα ψηφίζεσαινα ψηφίζεστε, να ψηφιζόσαστε
να ψηφίζεινα ψηφίζουν(ε)να ψηφίζεταινα ψηφίζονται
Aoristνα ψηφίσωνα ψηφίσουμε, να ψηφίσομενα ψηφιστώνα ψηφιστούμε
να ψηφίσειςνα ψηφίσετενα ψηφιστείςνα ψηφιστείτε
να ψηφίσεινα ψηφίσουν(ε)να ψηφιστείνα ψηφιστούν(ε)
Perfνα έχω ψηφίσει
να έχω ψηφισμένο
να έχουμε ψηφίσει
να έχουμε ψηφισμένο
να έχω ψηφιστεί
να είμαι ψηφισμένος, -η
να έχουμε ψηφιστεί
να είμαστε ψηφισμένοι, -ες
να έχεις ψηφίσει
να έχεις ψηφισμένο
να έχετε ψηφίσει
να έχετε ψηφισμένο
να έχεις ψηφιστεί
να είσαι ψηφισμένος, -η
να έχετε ψηφιστεί
να είστε ψηφισμένοι, -ες
να έχει ψηφίσει
να έχει ψηφισμένο
να έχουν ψηφίσει
να έχουν ψηφισμένο
να έχει ψηφιστεί
να είναι ψηφισμένος, -η, -ο
να έχουν ψηφιστεί
να είναι ψηφισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presψήφιζεψηφίζετεψηφίζεστε
Aoristψήφισεψηφίστεψηφίσουψηφιστείτε
Part
izip
Presψηφίζονταςψηφιζόμενος
Perfέχοντας ψηφίσει, έχοντας ψηφισμένοψηφισμένος, -η, -οψηφισμένοι, -ες, -α
InfinAoristψηφίσειψηφιστεί







Griechische Definition zu ψηφίζω

ψηφίζω [psifízo] -ομαι : 1.δηλώνω την προσωπική μου προτίμηση, στα πλαίσια μιας συλλογικής διαδικασίας για την καταγραφή των προτιμήσεων που έχουν τα άτομα ενός συνόλου και για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων: ψηφίζω δι΄ ανατάσεως της χειρός / διά βοής. Ψηφίζουμε για την εκλογή νέας βουλής / δημοτικών αρχών. Για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου ψηφίζουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. ψηφίζω κατά συνείδηση. || ασκώ το δικαίωμα να ψηφίζω: Ψήφισα για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές. Σε ποιο εκλογικό τμήμα ψηφίζεις; || έχω το δικαίωμα ψήφου: Οι Έλληνες πολίτες ψηφίζουν από την ηλικία των δεκαοχτώ ετών. || ψηφίζω υπέρ (μιας πρότασης ή ενός προσώπου), υπερψηφίζω (βλ. και σημ. 2). ψηφίζω κατά / εναντίον (προσώπου ή πρότασης), καταψηφίζω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback