χαρίζω Verb  [charizo, xarizw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu χαρίζω

χαρίζω Koine-Griechisch χαρίζω / χαρίζομαι


GriechischDeutsch
Σου χαρίζω την ζωή.Ich werde dir dein Leben schenken.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu χαρίζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαρίζωχαρίζουμε, χαρίζομεχαρίζομαιχαριζόμαστε
χαρίζειςχαρίζετεχαρίζεσαιχαρίζεστε, χαριζόσαστε
χαρίζειχαρίζουν(ε)χαρίζεταιχαρίζονται
Imper
fekt
χάριζαχαρίζαμεχαριζόμουν(α)χαριζόμαστε, χαριζόμασταν
χάριζεςχαρίζατεχαριζόσουν(α)χαριζόσαστε, χαριζόσασταν
χάριζεχάριζαν, χαρίζαν(ε)χαριζόταν(ε)χαρίζονταν, χαριζόντανε, χαριζόντουσαν
Aoristχάρισαχαρίσαμεχαρίστηκαχαριστήκαμε
χάρισεςχαρίσατεχαρίστηκεςχαριστήκατε
χάρισεχάρισαν, χαρίσαν(ε)χαρίστηκεχαρίστηκαν, χαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χαρίσει
έχω χαρισμένο
έχουμε χαρίσει
έχουμε χαρισμένο
έχω χαριστεί
είμαι χαρισμένος, -η
έχουμε χαριστεί
είμαστε χαρισμένοι, -ες
έχεις χαρίσει
έχεις χαρισμένο
έχετε χαρίσει
έχετε χαρισμένο
έχεις χαριστεί
είσαι χαρισμένος, -η
έχετε χαριστεί
είστε χαρισμένοι, -ες
έχει χαρίσει
έχει χαρισμένο
έχουν χαρίσει
έχουν χαρισμένο
έχει χαριστεί
είναι χαρισμένος, -η, -ο
έχουν χαριστεί
είναι χαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χαρίσει
είχα χαρισμένο
είχαμε χαρίσει
είχαμε χαρισμένο
είχα χαριστεί
ήμουν χαρισμένος, -η
είχαμε χαριστεί
ήμαστε χαρισμένοι, -ες
είχες χαρίσει
είχες χαρισμένο
είχατε χαρίσει
είχατε χαρισμένο
είχες χαριστεί
ήσουν χαρισμένος, -η
είχατε χαριστεί
ήσαστε χαρισμένοι, -ες
είχε χαρίσει
είχε χαρισμένο
είχαν χαρίσει
είχαν χαρισμένο
είχε χαριστεί
ήταν χαρισμένος, -η, -ο
είχαν χαριστεί
ήταν χαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαρίζωθα χαρίζουμε, θα χαρίζομεθα χαρίζομαιθα χαριζόμαστε
θα χαρίζειςθα χαρίζετεθα χαρίζεσαιθα χαρίζεστε, θα χαριζόσαστε
θα χαρίζειθα χαρίζουν(ε)θα χαρίζεταιθα χαρίζονται
Fut
ur
θα χαρίσωθα χαρίσουμε, θα χαρίζομεθα χαριστώθα χαριστούμε
θα χαρίσειςθα χαρίσετεθα χαριστείςθα χαριστείτε
θα χαρίσειθα χαρίσουν(ε)θα χαριστείθα χαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαρίσει
θα έχω χαρισμένο
θα έχουμε χαρίσει
θα έχουμε χαρισμένο
θα έχω χαριστεί
θα είμαι χαρισμένος, -η
θα έχουμε χαριστεί
θα είμαστε χαρισμένοι, -ες
θα έχεις χαρίσει
θα έχεις χαρισμένο
θα έχετε χαρίσει
θα έχετε χαρισμένο
θα έχεις χαριστεί
θα είσαι χαρισμένος, -η
θα έχετε χαριστεί
θα είστε χαρισμένοι, -ες
θα έχει χαρίσει
θα έχει χαρισμένο
θα έχουν χαρίσει
θα έχουν χαρισμένο
θα έχει χαριστεί
θα είναι χαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χαριστεί
θα είναι χαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαρίζωνα χαρίζουμε, να χαρίζομενα χαρίζομαινα χαριζόμαστε
να χαρίζειςνα χαρίζετενα χαρίζεσαινα χαρίζεστε, να χαριζόσαστε
να χαρίζεινα χαρίζουν(ε)να χαρίζεταινα χαρίζονται
Aoristνα χαρίσωνα χαρίσουμε, να χαρίσομενα χαριστώνα χαριστούμε
να χαρίσειςνα χαρίσετενα χαριστείςνα χαριστείτε
να χαρίσεινα χαρίσουν(ε)να χαριστείνα χαριστούν(ε)
Perfνα έχω χαρίσει
να έχω χαρισμένο
να έχουμε χαρίσει
να έχουμε χαρισμένο
να έχω χαριστεί
να είμαι χαρισμένος, -η
να έχουμε χαριστεί
να είμαστε χαρισμένοι, -ες
να έχεις χαρίσει
να έχεις χαρισμένο
να έχετε χαρίσει
να έχετε χαρισμένο
να έχεις χαριστεί
να είσαι χαρισμένος, -η
να έχετε χαριστεί
να είστε χαρισμένοι, -ες
να έχει χαρίσει
να έχει χαρισμένο
να έχουν χαρίσει
να έχουν χαρισμένο
να έχει χαριστεί
να είναι χαρισμένος, -η, -ο
να έχουν χαριστεί
να είναι χαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχάριζεχαρίζετεχαρίζεστε
Aoristχάρισεχαρίστεχαρίσουχαριστείτε
Part
izip
Presχαρίζονταςχαριζόμενος
Perfέχοντας χαρίσει, έχοντας χαρισμένοχαρισμένος, -η, -οχαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristχαρίσειχαριστεί









Griechische Definition zu χαρίζω

χαρίζω [xarízo] -ομαι : I1.προσφέρω κτ. ως δώρο, δίνω σε κπ. κτ. χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα: Tου χάρισα ένα παιχνίδι (για) την πρωτοχρονιά / στη γιορτή του / στα γενέθλιά του. Aυτό το βιβλίο είναι χαρισμένο από τον πατέρα μου. Kαι να μου το χάριζαν δε θα το ΄παιρνα, για κτ. που θεωρούμε τιποτένιο. || (οικ., συναισθ.) Xάρισέ μου τ΄ όνομά σου!, πες μου. Xαρισέ μου ένα φιλί, δώσ΄ μου. ΦΡ δε χαρίζω κάστανα*. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια, για άνθρωπο απαιτητικό και μεμψίμοιρο που δεν εκτιμά μιαν ανέλπιστη προσφορά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback