stiften
 Verb

χαρίζω Verb
(0)
ιδρύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Den Einwohnern dieser Stadt stiften wir dieses Denkmal:"Στους κατοίκους αυτής της πόλης δωρίζουμε... αυτό το μνημείο.

Übersetzung nicht bestätigt

Eine Vorkehrung, falls die Sachsen Unruhe stiften.Απλα ενα μετρο σε περιπτωση που οι Σαξονες δημιουργησουν φασαρια.

Übersetzung nicht bestätigt

Mrs. Random will eine Million Dollar stiften.Σούζαν, η κυρία Ράντομ θα έδινε ένα εκατομμύριο δολάρια.

Übersetzung nicht bestätigt

Ist das der junge Mann, dem ich eine Million für sein Museum stiften soll?Αυτός είναι ο νεαρός που ήθελες να δώσω το ένα εκατομμύριο δολάρια... για το μουσείο του;

Übersetzung nicht bestätigt

Das Seil für den Galgen von Clemens' Mörder werde ich stiften.Όποιος σκότωσε τον Τζο Κλέμενς πρέπει να κρεμαστεί. Και, μα τον Θεό, εγώ θα φέρω το σκοινί.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
stiften
dotieren
spenden
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαρίζωχαρίζουμε, χαρίζομεχαρίζομαιχαριζόμαστε
χαρίζειςχαρίζετεχαρίζεσαιχαρίζεστε, χαριζόσαστε
χαρίζειχαρίζουν(ε)χαρίζεταιχαρίζονται
Imper
fekt
χάριζαχαρίζαμεχαριζόμουν(α)χαριζόμαστε, χαριζόμασταν
χάριζεςχαρίζατεχαριζόσουν(α)χαριζόσαστε, χαριζόσασταν
χάριζεχάριζαν, χαρίζαν(ε)χαριζόταν(ε)χαρίζονταν, χαριζόντανε, χαριζόντουσαν
Aoristχάρισαχαρίσαμεχαρίστηκαχαριστήκαμε
χάρισεςχαρίσατεχαρίστηκεςχαριστήκατε
χάρισεχάρισαν, χαρίσαν(ε)χαρίστηκεχαρίστηκαν, χαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χαρίσει
έχω χαρισμένο
έχουμε χαρίσει
έχουμε χαρισμένο
έχω χαριστεί
είμαι χαρισμένος, -η
έχουμε χαριστεί
είμαστε χαρισμένοι, -ες
έχεις χαρίσει
έχεις χαρισμένο
έχετε χαρίσει
έχετε χαρισμένο
έχεις χαριστεί
είσαι χαρισμένος, -η
έχετε χαριστεί
είστε χαρισμένοι, -ες
έχει χαρίσει
έχει χαρισμένο
έχουν χαρίσει
έχουν χαρισμένο
έχει χαριστεί
είναι χαρισμένος, -η, -ο
έχουν χαριστεί
είναι χαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χαρίσει
είχα χαρισμένο
είχαμε χαρίσει
είχαμε χαρισμένο
είχα χαριστεί
ήμουν χαρισμένος, -η
είχαμε χαριστεί
ήμαστε χαρισμένοι, -ες
είχες χαρίσει
είχες χαρισμένο
είχατε χαρίσει
είχατε χαρισμένο
είχες χαριστεί
ήσουν χαρισμένος, -η
είχατε χαριστεί
ήσαστε χαρισμένοι, -ες
είχε χαρίσει
είχε χαρισμένο
είχαν χαρίσει
είχαν χαρισμένο
είχε χαριστεί
ήταν χαρισμένος, -η, -ο
είχαν χαριστεί
ήταν χαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαρίζωθα χαρίζουμε, θα χαρίζομεθα χαρίζομαιθα χαριζόμαστε
θα χαρίζειςθα χαρίζετεθα χαρίζεσαιθα χαρίζεστε, θα χαριζόσαστε
θα χαρίζειθα χαρίζουν(ε)θα χαρίζεταιθα χαρίζονται
Fut
ur
θα χαρίσωθα χαρίσουμε, θα χαρίζομεθα χαριστώθα χαριστούμε
θα χαρίσειςθα χαρίσετεθα χαριστείςθα χαριστείτε
θα χαρίσειθα χαρίσουν(ε)θα χαριστείθα χαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαρίσει
θα έχω χαρισμένο
θα έχουμε χαρίσει
θα έχουμε χαρισμένο
θα έχω χαριστεί
θα είμαι χαρισμένος, -η
θα έχουμε χαριστεί
θα είμαστε χαρισμένοι, -ες
θα έχεις χαρίσει
θα έχεις χαρισμένο
θα έχετε χαρίσει
θα έχετε χαρισμένο
θα έχεις χαριστεί
θα είσαι χαρισμένος, -η
θα έχετε χαριστεί
θα είστε χαρισμένοι, -ες
θα έχει χαρίσει
θα έχει χαρισμένο
θα έχουν χαρίσει
θα έχουν χαρισμένο
θα έχει χαριστεί
θα είναι χαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν χαριστεί
θα είναι χαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαρίζωνα χαρίζουμε, να χαρίζομενα χαρίζομαινα χαριζόμαστε
να χαρίζειςνα χαρίζετενα χαρίζεσαινα χαρίζεστε, να χαριζόσαστε
να χαρίζεινα χαρίζουν(ε)να χαρίζεταινα χαρίζονται
Aoristνα χαρίσωνα χαρίσουμε, να χαρίσομενα χαριστώνα χαριστούμε
να χαρίσειςνα χαρίσετενα χαριστείςνα χαριστείτε
να χαρίσεινα χαρίσουν(ε)να χαριστείνα χαριστούν(ε)
Perfνα έχω χαρίσει
να έχω χαρισμένο
να έχουμε χαρίσει
να έχουμε χαρισμένο
να έχω χαριστεί
να είμαι χαρισμένος, -η
να έχουμε χαριστεί
να είμαστε χαρισμένοι, -ες
να έχεις χαρίσει
να έχεις χαρισμένο
να έχετε χαρίσει
να έχετε χαρισμένο
να έχεις χαριστεί
να είσαι χαρισμένος, -η
να έχετε χαριστεί
να είστε χαρισμένοι, -ες
να έχει χαρίσει
να έχει χαρισμένο
να έχουν χαρίσει
να έχουν χαρισμένο
να έχει χαριστεί
να είναι χαρισμένος, -η, -ο
να έχουν χαριστεί
να είναι χαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχάριζεχαρίζετεχαρίζεστε
Aoristχάρισεχαρίστεχαρίσουχαριστείτε
Part
izip
Presχαρίζονταςχαριζόμενος
Perfέχοντας χαρίσει, έχοντας χαρισμένοχαρισμένος, -η, -οχαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristχαρίσειχαριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ιδρύωιδρύουμε, ιδρύομειδρύομαιιδρυόμαστε
ιδρύειςιδρύετειδρύεσαιιδρύεστε, ιδρυόσαστε
ιδρύειιδρύουν(ε)ιδρύεταιιδρύονται
Imper
fekt
ίδρυαιδρύαμειδρυόμουν(α)ιδρυόμαστε
ίδρυεςιδρύατειδρυόσουν(α)ιδρυόσαστε
ίδρυείδρυαν, ιδρύαν(ε)ιδρυόταν(ε)ιδρύονταν
Aoristίδρυσαιδρύσαμειδρύθηκαιδρυθήκαμε
ίδρυσεςιδρύσατειδρύθηκεςιδρυθήκατε
ίδρυσείδρυσαν, ιδρύσαν(ε)ιδρύθηκειδρύθηκαν, ιδρυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ιδρύσει
έχω ιδρυμένο
έχουμε ιδρύσει
έχουμε ιδρυμένο
έχω ιδρυθεί
είμαι ιδρυμένος, -η
έχουμε ιδρυθεί
είμαστε ιδρυμένοι, -ες
έχεις ιδρύσει
έχεις ιδρυμένο
έχετε ιδρύσει
έχετε ιδρυμένο
έχεις ιδρυθεί
είσαι ιδρυμένος, -η
έχετε ιδρυθεί
είστε ιδρυμένοι, -ες
έχει ιδρύσει
έχει ιδρυμένο
έχουν ιδρύσει
έχουν ιδρυμένο
έχει ιδρυθεί
είναι ιδρυμένος, -η, -ο
έχουν ιδρυθεί
είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ιδρύσει
είχα ιδρυμένο
είχαμε ιδρύσει
είχαμε ιδρυμένο
είχα ιδρυθεί
ήμουν ιδρυμένος, -η
είχαμε ιδρυθεί
ήμαστε ιδρυμένοι, -ες
είχες ιδρύσει
είχες ιδρυμένο
είχατε ιδρύσει
είχατε ιδρυμένο
είχες ιδρυθεί
ήσουν ιδρυμένος, -η
είχατε ιδρυθεί
ήσαστε ιδρυμένοι, -ες
είχε ιδρύσει
είχε ιδρυμένο
είχαν ιδρύσει
είχαν ιδρυμένο
είχε ιδρυθεί
ήταν ιδρυμένος, -η, -ο
είχαν ιδρυθεί
ήταν ιδρυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ιδρύωθα ιδρύουμε, θα ιδρύομεθα ιδρύομαιθα ιδρυόμαστε
θα ιδρύειςθα ιδρύετεθα ιδρύεσαιθα ιδρύεστε θα ιδρυόσαστε
θα ιδρύειθα ιδρύουν(ε)θα ιδρύεταιθα ιδρύονται
Fut
ur
θα ιδρύσωθα ιδρύσουμε, θα ιδρύσομεθα ιδρυθώθα ιδρυθούμε
θα ιδρύσειςθα ιδρύσετεθα ιδρυθείςθα ιδρυθείτε
θα ιδρύσειθα ιδρύσουν(ε)θα ιδρυθείθα ιδρυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ιδρύσει
θα έχω ιδρυμένο
θα έχουμε ιδρύσει
θα έχουμε ιδρυμένο
θα έχω ιδρυθεί
θα είμαι ιδρυμένος, -η
θα έχουμε ιδρυθεί
θα είμαστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχεις ιδρύσει
θα έχεις ιδρυμένο
θα έχετε ιδρύσει
θα έχετε ιδρυμένο
θα έχεις ιδρυθεί
θα είσαι ιδρυμένος, -η
θα έχετε ιδρυθεί
θα είστε ιδρυμένοι, -ες
θα έχει ιδρύσει
θα έχει ιδρυμένο
θα έχουν ιδρύσει
θα έχουν ιδρυμένο
θα έχει ιδρυθεί
θα είναι ιδρυμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδρυθεί
θα είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ιδρύωνα ιδρύουμε, να ιδρύομενα ιδρύομαινα ιδρυόμαστε
να ιδρύειςνα ιδρύετενα ιδρύεσαινα ιδρύεστε, να ιδρυόσαστε
να ιδρύεινα ιδρύουν(ε)να ιδρύεταινα ιδρύονται
Aoristνα ιδρύσωνα ιδρύσουμε, να ιδρύσομενα ιδρυθώνα ιδρυθούμε
να ιδρύσειςνα ιδρύσετενα ιδρυθείςνα ιδρυθείτε
να ιδρύσεινα ιδρύσουν(ε)να ιδρυθείνα ιδρυθούν(ε)
Perfνα έχω ιδρύσει
να έχω ιδρυμένο
να έχουμε ιδρύσει
να έχουμε ιδρυμένο
να έχω ιδρυθεί
να είμαι ιδρυμένος, -η
να έχουμε ιδρυθεί
να είμαστε ιδρυμένοι, -ες
να έχεις ιδρύσει
να έχεις ιδρυμένο
να έχετε ιδρύσει
να έχετε ιδρυμένο
να έχεις ιδρυθεί
να είσαι ιδρυμένος, -η
να έχετε ιδρυθεί
να είστε ιδρυμένοι, -ες
να έχει ιδρύσει
να έχει ιδρυμένο
να έχουν ιδρύσει
να έχουν ιδρυμένο
να έχει ιδρυθεί
να είναι ιδρυμένος, -η, -ο
να έχουν ιδρυθεί
να είναι ιδρυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presίδρυειδρύετειδρύεστε
Aoristίδρυσειδρύσετε, ιδρύστειδρύσουιδρυθείτε
Part
izip
Presιδρύοντας
Perfέχοντας ιδρύσει, έχοντας ιδρυμένοιδρυμένος, -η, -οιδρυμένοι, -ες, -α
InfinAoristιδρύσειιδρυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback