Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αντιθέτως, ο συνεχής έλεγχος που απαιτείται από το νέο σύστημα προϋποθέτει πολύ υψηλότερο κόστος. | Allerdings muss die neue Anlage kontinuierlich überwacht werden, wodurch deutlich höhere Kosten anfallen. Übersetzung bestätigt |
Οι ετήσιες μέσες ωριαίες εκπομπές N2O για κάθε πηγή όπου εφαρμόζεται συνεχής μέτρηση εκπομπών υπολογίζονται με τη βοήθεια της ακόλουθης εξίσωσης: | Der jährliche Stundenmittelwert der N2O-Emissionen wird für jede Quelle, deren Emissionen kontinuierlich gemessen werden, nach folgender Formel berechnet: Übersetzung bestätigt |
Για κάθε πηγή εκπομπής όπου εφαρμόζεται η συνεχής μέτρηση εκπομπών, οι συνολικές ετήσιες εκπομπές είναι το άθροισμα όλων των ωριαίων εκπομπών, υπολογιζόμενο με τον ακόλουθο τύπο: | Für jede Emissionsquelle, deren Emissionen kontinuierlich gemessen werden, gilt als Jahresgesamtemission die nach folgender Formel berechnete Summe aller stündlichen Emissionen: Übersetzung bestätigt |
Έγχυση: συνεχής/συγχρονική/διαδοχική [6] Διαγράφεται η περιττή ένδειξη (υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν χρειάζεται διαγραφή, όταν υπάρχουν περισσότερες από μία καταχωρίσεις). | Einspritzverfahren: [6] Nichtzutreffendes streichen (trifft mehr als eine Angabe zu, ist unter Umständen nichts zu streichen). Übersetzung bestätigt |
Αυτή η επιτήρηση των λειτουργιών και του υλικού είναι συνεχής, η δε συχνότητα τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται η αξιόπιστη ανίχνευση αστοχίας. | Die Überwachung der Funktionen und Ausrüstungen muss kontinuierlich oder in Intervallen erfolgen, um Störungen zuverlässig entdecken zu können. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
συνεχής -ής -ές [sinexís] : 1α.που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς διακοπή: Εξασφαλίστηκε η συνεχής -ής -ές λειτουργία του ξενώνα. Ο πυρετός / ο πόνος είναι συνεχής -ής -ές. Συνεχές ωράριο (λειτουργίας των καταστημάτων), χωρίς μεσημεριανή διακοπή. ANT διακεκομμένο. || (ως ουσ.) το συνεχές, το συνεχές ωράριο. || (τοπικά) συνεχής -ής -ές δόμηση*. β. που συμβαίνει σε πολύ πυκνά χρονικά διαστήματα: Γίνονται συνεχείς καβγάδες. Tα συνεχή ταξίδια τον κούρασαν. γ. (ως επιρρ. κτγ.): Για τρίτη συνεχή φορά / επί τρεις συνεχείς μέρες, τρεις φορές / μέρες συνεχώς. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.