σταδιοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch σταδιοδρομία (αγώνας δρόμου στο στάδιο) altgriechisch σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ στάδιον + δρόμος, (Lehnbedeutung) französisch carrière[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε στάδιο + -δρομία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για τον σκοπό αυτόν, να πρέπει να εκσυγχρονισθεί η πανεπιστημιακή έρευνα, να αναπτυχθούν και να καταστούν προσβάσιμες οι υποδομές παγκόσμιας εμβέλειας και να προωθηθούν οι ελκυστικές σταδιοδρομίες και η κινητικότητα των ερευνητών και των φοιτητών. | Deswegen sollten die Hochschulforschung modernisiert, Weltklasseinfrastrukturen aufgebaut und zugänglich gemacht und attraktive Karrieren sowie die Mobilität von Forschern und Studenten gefördert werden. Übersetzung bestätigt |
Εκπρόσωπος του Ανώτατου Ηγέτη στους Pasdaran από το 1995 μετά από αδιάλειπτη σταδιοδρομία στους κόλπους του στρατεύματος, ειδικότερα δε στις υπηρεσίες πληροφοριών των Pasdaran. | Vertreter des Obersten Führers bei den Pasdaran seit 1995 – nach einer umfassenden Militär-Karriere, insbesondere im Geheimdienst der Pasdaran. Übersetzung bestätigt |
Ακτινολογική αξιολόγηση της φυσικής ανάπτυξης παιδιών και εφήβων με στόχο την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στον αθλητισμό, το χορό, κλπ.: | radiologische Untersuchung der körperlichen Entwicklung von Kindern und Jugendlichen im Hinblick auf eine sportliche, tänzerische oder ähnliche Karriere, Übersetzung bestätigt |
Πράγματι, όλα τα στοιχεία δείχνουν οι σταδιοδρομία των διευθυντών των ΚΕ εξαρτάται από την SASAC. | Tatsächlich legen sämtliche dieser Beweise nahe, dass die Karrieren von Führungskräften von staatseigenen Unternehmen von der SASAC abhängen. Übersetzung bestätigt |
«διπλή σταδιοδρομία» ο συνδυασμός αθλητικής κατάρτισης υψηλού επιπέδου με γενική εκπαίδευση ή εργασία· | "duale Karrieren" die Kombination des Trainings für den Leistungssport mit der allgemeinen Bildung oder der Berufstätigkeit; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Laufbahn | die Laufbahnen |
Genitiv | der Laufbahn | der Laufbahnen |
Dativ | der Laufbahn | den Laufbahnen |
Akkusativ | die Laufbahn | die Laufbahnen |
σταδιοδρομία η [staδioδromía] : η επαγγελματική εξέλιξη κάποιου σε έναν τομέα, η σταδιακή ανέλιξή του στις ανώτερες βαθμίδες του επαγγέλματος, στο οποίο αφιέρωσε όλη την παραγωγική περίοδο της ζωής του· καριέρα: Στρατιωτική / δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία. Λαμπρή σταδιοδρομία. Bρισκόταν ακόμα στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Tου ευχήθηκαν καλή σταδιοδρομία στη νέα του θέση.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.