στέκομαι Verb  [stekome, stekomai]

  Verb
(148)
  Verb
(1)

Etymologie zu στέκομαι

στέκομαι στέκω + -ομαι altgriechisch ἕστηκα, παρακείμενος του ἵσταμαι


GriechischDeutsch
Προεδρεύων του Συμβουλίου. Κύριε Πρόεδρε, είναι τιμή μου που μπορώ και στέκομαι εδώ για πρώτη φορά.amtierender Präsident des Rates. Herr Präsident! Es ist eine Ehre, zum ersten Mal hier vor Ihnen zu stehen.

Übersetzung bestätigt

Είμαι υπερήφανος που ανήκω σ' αυτήν την παράδοση και που στέκομαι αντίθετα στην επικρατούσα κυβερνητική πολιτική και στα αισθήματα που κυριαρχούν τώρα στη χώρα μου.Ich bin stolz darauf, in dieser Tradition und damit gegen die vorherrschende Regierungspolitik und Stimmung in meinem Land zu stehen.

Übersetzung bestätigt

Steve, θα σταθώ μπροστά απ'το τραπέζι, όσο θα στέκομαι μπροστά απ'το τραπέζι, θέλω να βάλεις τα κύπελλα πάνω στους πλίνθους, κάπως έτσι. σε όποια σειρά θέλεις, και μετά ανακάτεψέ τα όλα ώστε κανείς να μην έχει ιδέα που βρίσκεται η αιχμή, εντάξει;Jetzt, Steve, werde ich vor dem Tisch stehen. Ok. Wenn ich vor dem Tisch stehe, möchte ich, dass du die Becher so auf die Splinte stellst, in einer Reihenfolge, wie du willst mische sie durch, damit niemand weiß, wo die Spitze ist, gut?

Übersetzung nicht bestätigt

Κατά κάποιο τρόπο όμως, έχω συνηθίσει στην αίσθηση και κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει πολύ περισσότερο αυτή η αίσθηση, παρά να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και να αναρωτιέμαι τι να κάνω.Aber in gewissem Sinne habe ich mich an das Gefühl gewöhnt. Und in gewissem Sinne mag ich dieses Gefühl sehr viel mehr, als ich es mag, tatsächlich am Rande des Kliffs zu stehen und mich zu fragen, was ich tun soll.

Übersetzung nicht bestätigt

Και η δουλειά μου ήταν να στέκομαι εκεί, προσπαθώντας να μείνω ακίνητος, ρυθμίζοντας την θέση της κάμερας και συντονίζοντας την με τον βοηθό μου και σχεδιάζοντας τα χρώματα και τα σχήματα που είναι πίσω από το σώμα μου στο μπροστινό μέρος του σώματός μου.Danach war es meine Aufgabe möglichst starr an einem Punkt zu stehen, die Kamera richtig zu positionieren und mit meinem Assistenten zusammenzuarbeiten. um die Farben und Konturen hinter meinem Körper auf meinen Körper zu malen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
στέκω
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στέκομαι

Aktiv Medio-Passiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στέκομαι, στέκωστεκόμαστε, στέκουμε
στέκεσαι, στέκειςστέκεστε, στεκόσαστε, στέκετε
στέκεται, στέκειστέκονται, στέκουν(ε)
Imper
fekt
στεκόμουν(α), έστεκαστεκόμαστε, στεκόμασταν , στέκαμε
στεκόσουν(α), έστεκεςστεκόσαστε, στεκόσασταν, στέκατε
στεκόταν(ε), έστεκεστέκονταν, στεκόντανε, στεκόντουσαν,
έστεκαν, στέκαν(ε)
Aoristστάθηκασταθήκαμε
στάθηκεςσταθήκατε
στάθηκεστάθηκαν, σταθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σταθείέχουμε σταθεί
έχεις σταθείέχετε σταθεί
έχει σταθείέχουν σταθεί
Plu
per
fekt
είχα σταθείείχαμε σταθεί
είχες σταθείείχατε σταθεί
είχε σταθείείχαν σταθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στέκομαι, θα στέκωθα στεκόμαστε, θα στέκουμε
θα στέκεσαι, θα στέκειςθα στέκεστε, θα στεκόσαστε, θα στέκετε
θα στέκεται, θα στέκειθα στέκονται, θα στέκουν(ε)
Fut
ur
θα σταθώθα σταθούμε
θα σταθείςθα σταθείτε
θα σταθείθα σταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σταθείθα έχουμε σταθεί
θα έχεις σταθείθα έχετε σταθεί
θα έχει σταθείθα έχουν σταθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στέκομαι, να στέκωνα στεκόμαστε, να στέκουμε
να στέκεσαι, να στέκειςνα στέκεστε, να στεκόσαστε, να στέκετε
να στέκεται, να στέκεινα στέκονται, να στέκουν(ε)
Aoristνα σταθώνα σταθούμε
να σταθείςνα σταθείτε
να σταθείνα σταθούν(ε)
Perfνα έχω σταθείνα έχουμε σταθεί
να έχεις σταθείνα έχετε σταθεί
να έχει σταθείνα έχουν σταθεί
Imper
ativ
Presστέκεστε, στέκετε
Aoristστάσου, στέκασταθείτε, στεκάτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristσταθεί







Griechische Definition zu στέκομαι

στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος* : 1. παύω να κινούμαι, να βαδίζω· σταματώ: Mη στέκεσαι στη μέση του δρόμου. Στέκονται και την κοιτάνε όλοι όταν περνάει. ΦΡ στέκεται ο νους μου, τα χάνω, δεν μπορώ να σκεφτώ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, παντού και πάντοτε: Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόση δουλειά έχω. μου στέκεται, για γυναίκα που δέχεται τις ερωτικές μου προτάσεις. στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα*. κτ. μου στέκεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου στάθηκε ένα κόκαλο στο λαιμό. κάποιος μου στέκεται στο λαιμό, δεν τον συμπαθώ. || (στην προστ.) περίμενε ή άκου: Στάσου να σου πω. α. κάνω στάση: Σταθήκαμε λίγο για να ξεκουραστούμε. Tο τρένο δε στέκεται σ΄ αυτό το σταθμό. β. μένω, παραμένω κάπου: Γυρίζοντας από το Λονδίνο θα σταθώ λίγες μέρες στο Παρίσι. γ. εξακολουθώ να ασχολούμαι με κτ: Nα σταθούμε ακόμα λίγο σ΄ αυτό το θέμα. δ. δεν κάνω τίποτε, μένω αδρανής: Tι στέκεσαι; απάντησέ μας / κάνε κτ. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback