στάζω Verb  [stazo, stazw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στάζω

στάζω altgriechisch στάζω


GriechischDeutsch
Και όταν οδηγώ από πόλη σε πόλη, θα στάζω λίγο στο χέρι μου,Und wenn ich von Stadt zu Stadt reise, werde ich etwas davon auf meine Hand träufeln,

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
σταλάω
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στάζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στάζωστάζουμε, στάζομε
στάζειςστάζετε
στάζειστάζουν(ε)
Imper
fekt
έσταζαστάζαμε
έσταζεςστάζατε
έσταζεέσταζαν, στάζαν(ε)
Aoristέσταξαστάξαμε
έσταξεςστάξατε
έσταξεέσταξαν, στάξαν(ε)
Per
fekt
έχω στάξειέχουμε στάξει
έχεις στάξειέχετε στάξει
έχει στάξειέχουν στάξει
Plu
per
fekt
είχα στάξειείχαμε στάξει
είχες στάξειείχατε στάξει
είχε στάξειείχαν στάξει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στάζωθα στάζουμε, θα στάζομε
θα στάζειςθα στάζετε
θα στάζειθα στάζουν(ε)
Fut
ur
θα στάξωθα στάξουμε, θα στάξομε
θα στάξειςθα στάξετε
θα στάξειθα στάξουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στάξειθα έχουμε στάξει
θα έχεις στάξειθα έχετε στάξει
θα έχει στάξειθα έχουν στάξει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στάζωνα στάζουμε, να στάζομε
να στάζειςνα στάζετε
να στάζεινα στάζουν(ε)
Aoristνα στάξωνα στάξουμε, να στάξομε
να στάξειςνα στάξετε
να στάξεινα στάξουν(ε)
Perfνα έχω στάξεινα έχουμε στάξει
να έχεις στάξεινα έχετε στάξει
να έχει στάξεινα έχουν στάξει
Imper
ativ
Presστάζεστάζετε
Aoristστάξεστάξτε, στάχτε
Part
izip
Presστάζοντας
Perfέχοντας στάξει
InfinAoristστάξει













Griechische Definition zu στάζω

στάζω [stázo] -ομαι στη σημ. 3α : 1α. για υγρό, ρευστό το οποίο χύνεται, πέφτει αργά, σταγόνα σταγόνα: Στάζει το κρασί από το βαρέλι. Πρόσεξε, γιατί λιώνει το κερί και στάζει. || Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. β. για δοχείο, του οποίου το υγρό που περιέχει χύνεται κατά σταγόνες: Tρύπησε το βαρέλι και στάζει. || Δεν έσφιξες καλά τη βρύση και στάζει. Στάζει η στέγη. Στάζουν τα κεραμίδια, αφήνουν να περάσει το νερό της βροχής. 2. ως έκφραση υπερβολής, για να δηλώσει μεγάλη ποσό τητα ενός υγρού το οποίο έχει διαποτίσει ή έχει καλύψει κτ.: Οι τοίχοι έσταζαν από την υγρασία. στάζω ολόκληρος, είμαι μούσκεμα από νερό, ιδρώτα κτλ. ΦΡ στάζει η γλώσσα* του φαρμάκι / μέλι. || Στάζει η μύτη μου, είμαι πολύ συναχωμένος. || (μτφ.): Στάζουν τα χέρια του αίμα. 3. (προφ., για προσ.) α. ρίχνω μικρή ποσότητα υγρού: Στάξε λίγο λεμόνι στη σαλάτα. Θα στάξω λίγο λάδι στην κλειδαριά για να μην τρίζει. || (συνήθ. παθ.) λερώνομαι από κτ. που στάζω επάνω μου: Στάχτηκα με κόκκινο κρασί. Tι έσταξες πάλι επάνω σου και έκανες χάλια την καινούρια σου μπλούζα; β. (λαϊκ.) πληρώνω κτ.: Πόσα έσταξες; Tα ΄σταξα κανονικά. Στάξε! ΦΡ έχω κπ. μη βρέξει* και μη στάξει. ΠAΡ ΦΡ σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου*.

[αρχ. στάζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback