Griechisch | Deutsch |
---|---|
΄Αλλωστε όπως ακριβώς και ο Πρόεδρος της Επιτροπής είμαι σίγουρος πως όλοι μας συμφωνούμε ότι το πνεύμα και το γράμμα των ευρωπαϊκών οδηγιών θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. | Auch wenn ich, ebenso wie der Kommissionspräsident, sicher bin, daß wir alle von der Notwendigkeit überzeugt sind, Geist und Buchstabe der europäischen Richtlinien zu wahren. Übersetzung bestätigt |
Η ΟΚΕ, που εκπροσωπεί αυτό που εκπροσωπεί, δεν μπορεί να είναι και δεν είναι, είμαι σίγουρος, αδιάφορη σε αυτά που γίνονται γύρω μας. | Der Ausschuß mit den durch ihn vertretenen Organisationen kann und wird angesichts dessen, was um uns herum vorgeht, nicht gleichgültig sein, da bin ich mir sicher. Übersetzung bestätigt |
Είμαι σίγουρος ότι τόσο τα μέλη όσο και το προσωπικό συμφωνούν μαζί μου. | Ich bin sicher, daß Sie alle und auch das Personal sich genauso darüber freuen." Übersetzung bestätigt |
Είμαι σίγουρος ότι όλοι δεχόμαστε αυτό το μήνυμα. | Ich bin sicher, daß wir das alle spüren. Übersetzung bestätigt |
Μολονότι ένας υπάλληλος αρμόδιος για την εποπτεία της αγοράς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος ότι ένα προϊόν που φέρει τη σήμανση CE είναι απολύτως ασφαλές, μπορεί νομίμως να υποθέσει ότι, όταν η σήμανση λείπει, πρόκειται πιθανώς για περίπτωση μη συμμόρφωσης και, συνεπώς, για δυνητικά επικίνδυνο προϊόν. | Zwar kann ein Marktüberwachungsbeamter nie mit Gewissheit sagen, dass ein mit der CE-Kennzeichnung versehenes Produkt vollkommen sicher ist, die Annahme, dass er es bei Fehlen dieser Kennzeichnung mit einem nichtkonformen und daher potenziell gefährlichen Produkt zu tun hat, ist jedoch legitim. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
σίγουρος -η -ο [síγuros] : 1α. για κτ. το οποίο μας προσφέρει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφάλειας, που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε με εμπιστοσύνη: Ο δρόμος αυτός δεν είναι σίγουρος -η -ο. Σίγουρο λιμάνι. Σίγουρο φάρμακο. Σίγουρη μέθοδος. β. για κτ. που δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε, το οποίο θεωρούμε ως δεδομένο: Έχει μια σίγουρη δουλειά / θέση. || (ως ουσ.) το σίγουρο, στον ιππόδρομο, για άλογο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει: Έχω ένα σίγουρο. γ. για κτ. που θεωρούμε ότι θα συμβεί οπωσδήποτε, του οποίου την έκβα ση θεωρούμε εξασφαλισμένη: H έδρα είναι σίγουρη για τους συντηρητικούς. H ομάδα έχει σίγουρη την πρόκριση. Έχω σίγουρη την εκλογή. Σίγουρα κέρδη. H επιτυχία του εγχειρήματος είναι σίγουρη. || Είναι σίγουρο ότι , / το έχω σίγουρο ότι , είναι βέβαιο, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή αμφιβολία: Είναι σίγουρο ότι θα εκλεγεί / ότι θα έρθει / ότι θα επιτύχει. || (προφ.): Aυτόν τον έχω σίγουρο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.