ρεύμα Subst.  [revma, reyma]

{der}    Subst.
(1662)
{die}    Subst.
(148)
(44)
{die}    Subst.
(7)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu ρεύμα

ρεύμα altgriechisch ῥεῦμα ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew- (ρέω) 2-6: (Lehnbedeutung) französisch courant


GriechischDeutsch
Οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν ανοίξει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, ιδιαίτερα από τότε που άρχισε να ισχύει η οδηγία 96/92/ΕΚ [93] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.Die Strommärkte wurden für den Wettbewerb geöffnet und Strom wird zwischen den Mitgliedstaaten insbesondere seit Inkrafttreten der Richtlinie 96/92/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 19. Dezember 1996 betreffend gemeinsame Vorschriften für den Elektrizitätsbinnenmarkt [93] gehandelt.

Übersetzung bestätigt

Η Επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν ανοίξει στον ελεύθερο ανταγωνισμό και το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, ιδιαίτερα από τότε που άρχισε να ισχύει η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας [41].Die Kommission stellte auch fest, dass die Strommärkte für den freien Wettbewerb geöffnet wurden und Strom zwischen den Mitgliedstaaten insbesondere seit Inkrafttreten der Richtlinie 96/92/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 19. Dezember 1996 betreffend gemeinsame Vorschriften für den Elektrizitätsbinnenmarkt [41] gehandelt wird.

Übersetzung bestätigt

Το Λουξεμβούργο αναφέρει προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του το σημείο 66 της απόφασης PreussenElektra: «Κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία, αφενός, υποχρεώνει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικού ρεύματος να αγοράζουν το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται στη ζώνη εφοδιασμού τους από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε ελάχιστες τιμές υψηλότερες από την πραγματική οικονομική αξία αυτού του είδους ηλεκτρικού ρεύματος και, αφετέρου, κατανέμει το οικονομικό βάρος που προκύπτει από την υποχρέωση αυτή μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και των ιδιωτικών επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως δικτύων ηλεκτρικού ρεύματος σε προηγούμενο στάδιο της παραγωγής, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της συνθήκης (που κατέστη άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης)».Luxemburg stützt sich auf Randnummer 66 des Urteils in der Sache PreussenElektra: „[…] eine Regelung eines Mitgliedstaats, durch die private verpflichtet werden, den in ihrem Versorgungsgebiet erzeugten Strom aus erneuerbaren Energiequellen zu Mindestpreisen abzunehmen, die über dem tatsächlichen wirtschaftlichen Wert dieses Stroms liegen, und durch die die sich aus dieser Verpflichtung ergebenden finanziellen Belastungen zwischen diesen und den privaten Betreibern der vorgelagerten Stromnetze aufgeteilt werden, [stellt] keine staatliche Beihilfe im Sinne von Artikel 92 Absatz 1 EG-Vertrag [inzwischen Artikel 87 Absatz 1 EG-Vertrag] dar […].“

Übersetzung bestätigt

Ακροφύσια διαχωρισμού αποτελούμενα από καμπύλους σωληνίσκους υπό μορφή εγκοπής με ακτίνα καμπυλότητας μικρότερη από 1 mm, ανθεκτικούς στη διάβρωση από UF6, τα οποία φέρουν διαχωριστική λεπίδα εντός του ακροφυσίου, η οποία διαχωρίζει το αέριο που διέρχεται από το ακροφύσιο σε δύο ρεύματα,Trenndüsen mit schlitzförmigen, gekrümmten Kanälen mit einem Krümmungsradius kleiner als 1 mm, hergestellt aus „UF6-resistenten Werkstoffen“, mit einem Trennblech innerhalb der Düse, welches das durch die Düse strömende Gas in zwei Ströme teilt,

Übersetzung bestätigt

Ηλεκτρικό ρεύμα, υπηρεσίες μετάδοσης και διανομήςElektrischer Strom und Dienstleistungen der Elektrizitätsversorgung

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu ρεύμα

ρεύμα [révma] : 1.κίνηση μάζας υγρού ή αερίου προς ορισμένη κατεύθυνση: ρεύμα αέρος· (πρβ. αέρας, άνεμος). Ψυχρό / θερμό ρεύμα. Ορμητικό / ισχυρό ρεύμα. Tον παρέσυρε το ρεύμα του ποταμού. Θαλάσσια ρεύματα. || (ειδικότ.) μόλις αισθητό ρεύμα αέρα (π.χ. στο άνοιγμα κλειστού χώρου): Άνοι ξε το παράθυρο να κάνει λίγο ρεύμα. Mην κάθεσαι με την πλάτη στο ρεύμα· θα κρυώσεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback