προσδοκώ Verb  [prosdoko, prosthoko, prosdokw]

  Verb
(4)

Etymologie zu προσδοκώ

προσδοκώ προσδοκάω, -ῶ προς + το ιωνικό δοκέω-δοκῶ


GriechischDeutsch
Αλλά θα τόνιζα ενδεχομένως τι προσδοκώ ίσως από τον έλεγχο, ως Ανατολικοευρωπαίος.Aber ich möchte doch gern betonen, was ich als Osteuropäer von der Prüfung unter Umständen erwarten kann.

Übersetzung bestätigt

Για τον λόγο αυτόν, προσδοκώ ότι το ζήτημα της ονομασίας θα επιλυθεί με σαφήνεια και οριστικά μέσα σε μια συζήτηση πέντε λεπτών.Deswegen ist am Freitag ganz eindeutig und mit Sicherheit in einem Fünf-Minuten-Gespräch eine Lösung der Namensfrage zu erwarten.

Übersetzung bestätigt

Σαράντα τοις εκατό των Αφγανών είναι άνεργοι και περισσότεροι από τους μισούς ζουν σε απόλυτη φτώχεια χωρίς υγειονομική περίθαλψη ή επαρκή εκπαίδευση. " προσοχή πρέπει να εστιαστεί στο κοινωνικό ζήτημα και αυτό προσδοκώ από το Συμβούλιο, την Επιτροπή και όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες.Die soziale Frage muss in den Vordergrund gestellt werden, und das erwarten wir vom Rat, von der Kommission, von allen Beteiligten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προσδοκώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσδοκώπροσδοκούμεπροσδοκώμαιπροσδοκόμαστε, προσδοκώμεθα
προσδοκάςπροσδοκάτεπροσδοκάσαιπροσδοκάστε, προσδοκάσθε
προσδοκάπροσδοκούν(ε)προσδοκάταιπροσδοκώνται
Imper
fekt
προσδοκούσαπροσδοκούσαμε
προσδοκούσεςπροσδοκούσατε
προσδοκούσεπροσδοκούσαν(ε)προσδοκάτοπροσδοκώντο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσδοκώθα προσδοκούμεθα προσδοκώμαιθα προσδοκόμαστε, θα προσδοκώμεθα
θα προσδοκάςθα προσδοκάτεθα προσδοκάσαιθα προσδοκάστε, θα προσδοκάσθε
θα προσδοκάθα προσδοκούν(ε)θα προσδοκάταιθα προσδοκώνται
SUB
JUNC
TIVE
Präs
enz
να προσδοκώνα προσδοκούμενα προσδοκώμαινα προσδοκόμαστε, να προσδοκώμεθα
να προσδοκάςνα προσδοκάτενα προσδοκάσαινα προσδοκάστε, να προσδοκάσθε
να προσδοκάνα προσδοκούν(ε)να προσδοκάταινα προσδοκώνται
Imper
ativ
Presπροσδοκάτεπροσδοκάστε, προσδοκάσθε
Part
izip
Presπροσδοκώνταςπροσδοκώμενος





Griechische Definition zu προσδοκώ

προσδοκώ [prozδokó] : (λόγ.) περιμένω, ελπίζω να συμβεί κτ. (θετικό, ευχάριστο). || (η μπε. κυρίως σε στερεότυπες εκφορές): προσδοκώμενο κέρδος, το αναμενόμενο. προσδοκώμενος χρόνος ζωής (ενός ανθρώπου, αντικειμένου), ο αναμενόμενος, ο μέσος όρος. || (ως ουσ., γραμμ.) το προσδοκώμενο, κατηγορία του συντακτικού, που εκφράζεται κυρίως ως είδος υποθετικού λόγου και σε αντίστοιχες χρονικές προτάσεις.

[λόγ. < αρχ. προσδοκῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback