Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αλλά θα τόνιζα ενδεχομένως τι προσδοκώ ίσως από τον έλεγχο, ως Ανατολικοευρωπαίος. | Aber ich möchte doch gern betonen, was ich als Osteuropäer von der Prüfung unter Umständen erwarten kann. Übersetzung bestätigt |
Για τον λόγο αυτόν, προσδοκώ ότι το ζήτημα της ονομασίας θα επιλυθεί με σαφήνεια και οριστικά μέσα σε μια συζήτηση πέντε λεπτών. | Deswegen ist am Freitag ganz eindeutig und mit Sicherheit in einem Fünf-Minuten-Gespräch eine Lösung der Namensfrage zu erwarten. Übersetzung bestätigt |
Σαράντα τοις εκατό των Αφγανών είναι άνεργοι και περισσότεροι από τους μισούς ζουν σε απόλυτη φτώχεια χωρίς υγειονομική περίθαλψη ή επαρκή εκπαίδευση. " προσοχή πρέπει να εστιαστεί στο κοινωνικό ζήτημα και αυτό προσδοκώ από το Συμβούλιο, την Επιτροπή και όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες. | Die soziale Frage muss in den Vordergrund gestellt werden, und das erwarten wir vom Rat, von der Kommission, von allen Beteiligten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσδοκώ | προσδοκούμε | προσδοκώμαι | προσδοκόμαστε, προσδοκώμεθα |
προσδοκάς | προσδοκάτε | προσδοκάσαι | προσδοκάστε, προσδοκάσθε | ||
προσδοκά | προσδοκούν(ε) | προσδοκάται | προσδοκώνται | ||
Imper fekt | προσδοκούσα | προσδοκούσαμε | |||
προσδοκούσες | προσδοκούσατε | ||||
προσδοκούσε | προσδοκούσαν(ε) | προσδοκάτο | προσδοκώντο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσδοκώ | θα προσδοκούμε | θα προσδοκώμαι | θα προσδοκόμαστε, | |
θα προσδοκάς | θα προσδοκάτε | θα προσδοκάσαι | θα προσδοκάστε, | ||
θα προσδοκά | θα προσδοκούν(ε) | θα προσδοκάται | θα προσδοκώνται | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να προσδοκώ | να προσδοκούμε | να προσδοκώμαι | να προσδοκόμαστε, να προσδοκώμεθα |
να προσδοκάς | να προσδοκάτε | να προσδοκάσαι | να προσδοκάστε, να προσδοκάσθε | ||
να προσδοκά | να προσδοκούν(ε) | να προσδοκάται | να προσδοκώνται | ||
Imper ativ | Pres | προσδοκάτε | προσδοκάστε, προσδοκάσθε | ||
Part izip | Pres | προσδοκώντας | προσδοκώμενος |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erwarte | ||
du | erwartest | |||
er, sie, es | erwartet | |||
Präteritum | ich | erwartete | ||
Konjunktiv II | ich | erwartete | ||
Imperativ | Singular | erwarte! | ||
Plural | erwartet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erwartet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erwarten |
προσδοκώ [prozδokó] : (λόγ.) περιμένω, ελπίζω να συμβεί κτ. (θετικό, ευχάριστο). || (η μπε. κυρίως σε στερεότυπες εκφορές): προσδοκώμενο κέρδος, το αναμενόμενο. προσδοκώμενος χρόνος ζωής (ενός ανθρώπου, αντικειμένου), ο αναμενόμενος, ο μέσος όρος. || (ως ουσ., γραμμ.) το προσδοκώμενο, κατηγορία του συντακτικού, που εκφράζεται κυρίως ως είδος υποθετικού λόγου και σε αντίστοιχες χρονικές προτάσεις.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.