Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εκτός από την απαίτηση πληρωμής από πάροχο ΕΥΤ για οποιαδήποτε τεκμηριωμένη δήλωση διοδίων, ένας φορέας χρέωσης διοδίων δύναται να απαιτήσει πληρωμή από πάροχο ΕΥΤ για τυχόν τεκμηριωμένη παράλειψη δήλωσης διοδίων σε σχέση με οποιοδήποτε λογαριασμό χρήστη που διαχειρίζεται ο συγκεκριμένος πάροχος ΕΥΤ. | Ein Mauterheber kann von einem EETS-Anbieter für alle von diesem verwalteten Nutzerkonten neben den Zahlungen bei nachgewiesenen Mautbuchungsnachweisen auch Zahlungen im Fall der nachweislichen Nichtübermittlung eines Mautbuchungsnachweises verlangen. Übersetzung bestätigt |
Η πληρωμές γίνονται απευθείας από το Κέντρο στην επιχείρηση μετακόμισης μετά την υποβολή του τιμολογίου. | Die Zahlungen werden auf Vorlage der Rechnung des Umzugsunternehmens unmittelbar vom Zentrum vorgenommen. Übersetzung bestätigt |
Οι πληρωμές που θα πραγματοποιηθούν από τα κράτη μέλη μετά την προαναφερθείσα προθεσμία δεν θα είναι επιλέξιμες για επιστροφή δαπανών. | Zahlungen, die ein Mitgliedstaat nach dieser Frist leistet, sind nicht erstattungsfähig. Übersetzung bestätigt |
Όλες οι πληρωμές για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση επιστροφής δαπανών πρέπει να πραγματοποιηθούν από τα κράτη μέλη μέχρι τις 30 Ιουνίου 2013. | Jeder Mitgliedstaat trägt dafür Sorge, dass alle Zahlungen, für die eine Erstattung beantragt wird, bis 30. Juni 2013 geleistet werden. Übersetzung bestätigt |
Σε αντάλλαγμα, εισπράττουν πληρωμές από τους γεωργούς για το νερό άρδευσης που τους παρέχεται. | Im Gegenzug erhalten sie Zahlungen der Landwirte für das für die Bewässerung gelieferte Wasser. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
πληρωμή εντός της ΕΕ |
πληρωμή με δόσεις |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Auszahlung | die Auszahlungen |
Genitiv | der Auszahlung | der Auszahlungen |
Dativ | der Auszahlung | den Auszahlungen |
Akkusativ | die Auszahlung | die Auszahlungen |
πληρωμή η [pdivromí] : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πληρώνω, η καταβολή ενός χρηματικού ποσού ως ανταλλάγματος, αντίτιμου για την αγορά εμπορεύματος, για την αμοιβή εργασίας ή υπηρεσίας ή για την εξόφληση οφειλής: H πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις. H πληρωμή των εργατών / των υπαλλήλων. H πληρωμή των μισθών / των συντάξεων. πληρωμή τοις μετρητοίς* / σε ρευστό / επί πιστώσει*. πληρωμή φόρων / τόκων / αποζημιώσεων. Aπόδειξη / κατάσταση / προθεσμία πληρωμής. Tο κατάστημα κάνει ευκολίες πληρωμής. Tα ταμεία είναι κλειστά και δε γίνονται πληρωμές. || το χρημα τικό ποσό που δίνει ή παίρνει κάποιος ως πληρωμή (ιδ. για αμοιβή εργα τοϋπαλλήλων): Πήγε στο ταμείο και πήρε την πληρωμή του. || (οικον.) Iσοζύγιο* (εξωτερικών) πληρωμών. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.