περπατώ Verb  [perpato, perpatw]

laufen (ugs.)
  Verb
(14)
  Verb
(6)
(0)

Etymologie zu περπατώ

περπατώ altgriechisch περιπατῶ περι- + πατῶ


GriechischDeutsch
Δε με πειράζει να περπατώ στον καθαρό αέρα...Es macht mir nichts zu laufen. Die frische Luft, der Frühling.

Übersetzung nicht bestätigt

Στην πραγματικότητα, πρέπει να περπατώ, για να προλάβω την κυρίευση από... πώς είναι η λέξη;Ich muss sogar laufen, um keinen Anfall zu bekommen, wegen... Wie heißt es noch?

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν περπατώ.Ich kann nicht laufen.

Übersetzung nicht bestätigt

Περπατώ, περπατώ... Το ποτάμι ακίνητο μένει.Laufen, laufen, keine Zeit zum Verschnaufen!

Übersetzung nicht bestätigt

Nα ρίξω σπόρους στο πάτωμα... να αρχίσω να τιτιβίζ ω ή να αρχίσω... να περπατώ σαν κότα σαν να είμαι η μαμά της;Samenkörner verstreuen oder gackern oder ihr was vorsingen oder laufen wie eine Henne, damit sie denkt, ich bin ihre Mutter?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu περπατώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περπατάω, περπατώπερπατάμε, περπατούμε
περπατάςπερπατάτε
περπατάει, περπατάπερπατάν(ε), περπατούν(ε)
Imper
fekt
περπατούσα, περπάταγαπερπατούσαμε, περπατάγαμε
περπατούσες, περπάταγεςπερπατούσατε, περπατάγατε
περπατούσε, περπάταγεπερπατούσαν(ε), περπάταγαν, περπατάγανε
Aoristπερπάτησαπερπατήσαμε
περπάτησεςπερπατήσατε
περπάτησεπερπάτησαν, περπατήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω περπατήσειέχουμε περπατήσει
έχεις περπατήσειέχετε περπατήσει
έχει περπατήσειέχουν περπατήσει
Plu
perf
ekt
είχα περπατήσειείχαμε περπατήσει
είχες περπατήσειείχατε περπατήσει
είχε περπατήσειείχαν περπατήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περπατάω, θα περπατώθα περπατάμε, θα περπατούμε
θα περπατάςθα περπατάτε
θα περπατάει, θα περπατάθα περπατάν(ε), θα περπατούν(ε)
Fut
ur
θα περπατήσωθα περπατήσουμε, θα περπατήσομε
θα περπατήσειςθα περπατήσετε
θα περπατήσειθα περπατήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περπατήσειθα έχουμε περπατήσει
θα έχεις περπατήσειθα έχετε περπατήσει
θα έχει περπατήσειθα έχουν περπατήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περπατάω, να περπατώνα περπατάμε, να περπατούμε
να περπατάςνα περπατάτε
να περπατάει, να περπατάνα περπατάν(ε), να περπατούν(ε)
Aoristνα περπατήσωνα περπατήσουμε, να περπατήσομε
να περπατήσειςνα περπατήσετε
να περπατήσεινα περπατήσουν(ε)
Perfνα έχω περπατήσεινα έχουμε περπατήσει
να έχεις περπατήσεινα έχετε περπατήσει
να έχει περπατήσεινα έχουν περπατήσει
Imper
ativ
Presπερπάτα, περπάταγεπερπατάτε
Aoristπερπάτησε, περπάταπερπατήστε
Part
izip
Presπερπατώντας
Perfέχοντας περπατήσει
InfinAoristπερπατήσει







Griechische Definition zu περπατώ

περπατώ [perpató] & -άω, -ιέμαι : 1. κάνω βήματα, κινούμαι, προχωρώ με τα πόδια σε κανονικό ρυθμό· βαδίζω: Tο μωρό μας άρχισε να περπατά. Έσπασε το πόδι του και δεν μπορεί να περπατήσει. περπατώ γρήγορα / αργά. περπατώ σαν μεθυσμένος. Περπατάει σαν χελώνα, αργά. Περπατάει σαν κάβουρας, λοξά, πλάγια. Περπατάει σαν πέρδικα, καμαρωτά. Περπατάει σαν πάπια, αργά και λικνιστά. || περπατώ στα τέσσερα, μπουσουλώ. (έκφρ.) περπατώ στα δάχτυλα*. || Mε περπατάει κτ., για έντομο που περπατάει πάνω στο σώμα μας. || (επέκτ., οικ.) για μεταφορικό μέσο: Tο ΄χεις τόσα χρόνια το αυτοκίνητο και περπατάει ακόμη; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback