περπατώ Verb (6) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich ging hier in der Mittagspause immer spazieren, bevor ich Direktor wurde. | Συνήθιζα να περπατώ εδώ την ώρα του γεύματος, πριν γίνω διευθυντής. Übersetzung nicht bestätigt |
Da gehe ich gerne nachts spazieren. | Μ' αρέσει να περπατώ εκεί την νύχτα. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie wissen, was es für meinen Straßenruf bedeutet, einfach so in diese Schweinefarm zu spazieren. | Ξέρεις τι κάνει στο όνομά μου στην πιάτσα... ακόμη και που περπατώ, σ' αυτό το χοιροστάσιο; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich bin hier so oft mit ihr spazieren gegangen, obwohl ich es nicht halb so sehr geliebt habe wie sie. | Συνήθιζα, να περπατώ πολύ συχνά μαζί της. Παρόλο που, δεν το αγάπησα ποτέ τότε, όσο το αγάπησα μετά και στο εξής. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich liebe es, mit Ihnen spazieren zu gehen. | Μου αρέσει να περπατώ μαζί σου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
spazieren gehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | spaziere | ||
du | spazierst | |||
er, sie, es | spaziert | |||
Präteritum | ich | spazierte | ||
Konjunktiv II | ich | spazierte | ||
Imperativ | Singular | spaziere! spazier! | ||
Plural | spaziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
spaziert | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:spazieren |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περπατάω, περπατώ | περπατάμε, περπατούμε |
περπατάς | περπατάτε | ||
περπατάει, περπατά | περπατάν(ε), περπατούν(ε) | ||
Imper fekt | περπατούσα, περπάταγα | περπατούσαμε, περπατάγαμε | |
περπατούσες, περπάταγες | περπατούσατε, περπατάγατε | ||
περπατούσε, περπάταγε | περπατούσαν(ε), περπάταγαν, περπατάγανε | ||
Aorist | περπάτησα | περπατήσαμε | |
περπάτησες | περπατήσατε | ||
περπάτησε | περπάτησαν, περπατήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω περπατήσει | έχουμε περπατήσει | |
έχεις περπατήσει | έχετε περπατήσει | ||
έχει περπατήσει | έχουν περπατήσει | ||
Plu perf ekt | είχα περπατήσει | είχαμε περπατήσει | |
είχες περπατήσει | είχατε περπατήσει | ||
είχε περπατήσει | είχαν περπατήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περπατάω, θα περπατώ | θα περπατάμε, θα περπατούμε | |
θα περπατάς | θα περπατάτε | ||
θα περπατάει, θα περπατά | θα περπατάν(ε), θα περπατούν(ε) | ||
Fut ur | θα περπατήσω | θα περπατήσουμε, θα περπατήσομε | |
θα περπατήσεις | θα περπατήσετε | ||
θα περπατήσει | θα περπατήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω περπατήσει | θα έχουμε περπατήσει | |
θα έχεις περπατήσει | θα έχετε περπατήσει | ||
θα έχει περπατήσει | θα έχουν περπατήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περπατάω, να περπατώ | να περπατάμε, να περπατούμε |
να περπατάς | να περπατάτε | ||
να περπατάει, να περπατά | να περπατάν(ε), να περπατούν(ε) | ||
Aorist | να περπατήσω | να περπατήσουμε, να περπατήσομε | |
να περπατήσεις | να περπατήσετε | ||
να περπατήσει | να περπατήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω περπατήσει | να έχουμε περπατήσει | |
να έχεις περπατήσει | να έχετε περπατήσει | ||
να έχει περπατήσει | να έχουν περπατήσει | ||
Imper ativ | Pres | περπάτα, περπάταγε | περπατάτε |
Aorist | περπάτησε, περπάτα | περπατήστε | |
Part izip | Pres | περπατώντας | |
Perf | έχοντας περπατήσει | ||
Infin | Aorist | περπατήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.