περικόπτω Verb  [perikopto, perikoptw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu περικόπτω

περικόπτω altgriechisch περικόπτω περί + κόπτω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu περικόπτω

περικόπτω [perikópto] -ομαι & περικόβω [perikóvo] -ομαι Ρ αόρ. περιέκοψα, απαρέμφ. περικόψει, παθ. αόρ. περικόπηκα, απαρέμφ. περικοπεί, μππ. περικομμένος : α. αφαιρώ μέρος ή τμήμα (συνήθ. κάπως αυθαίρετα και για να κάνω κτ. μικρότερο): Διαμαρτυρήθηκε, γιατί περιέκοψαν από το κείμενό του μια ολόκληρη παράγραφο. Tου ζήτησαν να περικόψει το κείμενό του. β. (ειδικότ.) μειώνω, ελαττώνω χρηματικό ποσό ή αφαιρώ από αυτό ένα μέρος: Tους περιέκοψαν το μισθό κατά 10%. Tους περιέκοψαν το 10% του μισθού. Aποφάσισαν να περικόψουν τις δαπάνες.

[λόγ. < ελνστ. περικόπτω, αρχ. σημ.: `κόβω γύρω γύρω, ακρωτηριάζω΄· μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω για προσαρμ. στη δημοτ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback