{το}  παρεπόμενο Subst.  [parepomeno]

{die}    Subst.
(2)

Etymologie zu παρεπόμενο

παρεπόμενο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: παρεπόμενος altgriechisch παρεπόμενο, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παρέπομαι παρά + ἕπομαι proto-indogermanisch *sekʷ- (ακολουθώ)


GriechischDeutsch
Κατά συνέπεια, η επιβολή οριστικών μέτρων μπορεί να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε ουσιαστικές απώλειες θέσεων εργασίας στην κοινοτική βιομηχανία των επόμενων σταδίων για να αντισταθμιστεί η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών ή ως παρεπόμενο της παύσης ή της μείωσης της παραγωγής στη βιομηχανία ειδών κλινοστρωμνής.Dementsprechend könnte die Einführung endgültiger Maßnahmen kurzfristig zu einem beträchtlichen Arbeitsplatzabbau in den nachgelagerten Branchen in der Gemeinschaft führen, entweder um den Anstieg der Rohstoffkosten aufzufangen oder als Folge der zu erwartenden Schließungen oder Produktionsdrosselung in der Bettausstattungsindustrie.

Übersetzung bestätigt

Εάν, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό οδηγήσει σε μείωση της ποσότητας των χρησιμοποιούμενων πόρων, π.χ. μέσω της αύξησης της ανακύκλωσης ή ενός πιο αποδοτικού ως προς τους πόρους σχεδιασμού των προϊόντων, θα πρόκειται για παρεπόμενο και όχι για ρητό στόχο της πολιτικής.Obwohl dies in bestimmten Fällen, beispielsweise durch verstärktes Recycling oder ressourceneffizientere Konzeption, zu einer Verringerung der genutzten Ressourcenmenge führen könnte, wäre dies eher eine Folge als eine explizite Zielsetzung der Politik.

Übersetzung bestätigt

Και στις δύο περιπτώσεις οι εκδηλώσεις υπεχώρησαν τελείως χωρίς παρεπόμενα.Beide Symptomatiken verschwanden ohne jegliche Folgen.

Übersetzung bestätigt

Θέλω να σας περιγράψω ένα από τα μικρά παρεπόμενα της προσέγγισης αυτής. Θεωρώ πάρα πολύ μεγάλη πρόοδο το γεγονός ότι Έλληνες και Τούρκοι δημοσιογράφοι συνεργάζονται για να εμποδίσουν στις χώρες τους τη συνέχιση της υποκίνησης των παθών από τα σημαντικά μέσα ενημέρωσης, όπως την παρακολουθούσαμε όλα τα χρόνια, καθώς και της παραπληροφόρησης των πολιτών για όσα συμβαίνουν στη γειτονική τους χώρα.Ich will Ihnen eine einzige kleine Folge dieser Annäherung schildern: Wenn heute griechische und türkische Journalisten zusammenarbeiten, um zu verhindern, daß in den wichtigen Medien ihrer Länder die Hetze, die wir über Jahre verfolgt haben, fortgesetzt wird und die Menschen falsch informiert werden über das, was in dem Nachbarland passiert, dann halte ich das für einen sehr, sehr großen Fortschritt.

Übersetzung bestätigt

Και στις δύο περιπτώσεις οι εκδηλώσεις υπεχώρησαν τελείως χωρίς παρεπόμενα.Beide Symptomatiken verschwanden ohne jegliche Folgen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu παρεπόμενο

παρεπόμενο το [parepómeno] : αυτό που εμφανίζεται ως συνέπεια, ως επακόλουθο ή ως αποτέλεσμα (μιας ενέργειας, απόφασης, σκέψης κτλ.). || (στον πληθ., γραμμ.) τα διάφορα απαραίτητα γνωρίσματα των ονομάτων και των ρημάτων που προσδιορίζουν την έννοιά τους· συνακόλουθα: Παρεπόμενα των ονομάτων είναι το γένος, η κλίση, ο αριθμός και η πτώση.

[λόγ. εν. < ελνστ. τά παρεπόμενα `συνακόλουθες συνθήκες΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback