παρακαλώ altgriechisch παρακαλέω / παρακαλῶ παρά + καλέω / καλῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εάν δεν είστε σίγουροι για το πώς χορηγείται η ένεση στον εαυτό σας, ή εάν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις, παρακαλώ ζητήστε βοήθεια από το γιατρό σας ή τη νοσοκόμα. | Wenn Sie nicht genau wissen, wie Sie sich selbst die Injektion geben sollen oder wenn Sie irgendwelche Fragen haben, bitten Sie Ihren Arzt oder das medizinische Fachpersonal um Hilfe. Übersetzung bestätigt |
Στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που θα χρειαστεί να μετακινηθούν με αυτοκίνητο τις προσεχείς εβδομάδες, στέλνω τις θερμότερες ευχές μου και τους παρακαλώ να επιδείξουν τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή την περίοδο των εορτών. | Den europäischen Bürgern, die in den kommenden Wochen mit dem Auto unterwegs sein müssen, möchte ich meine besten Wünsche übermitteln und sie bitten, in dieser Jahreszeit besonders vorsichtig zu sein. Übersetzung bestätigt |
Σας παρακαλώ να έχετε υπομονή και να με ανεχτείτε για δύο λεπτά. | Ich möchte Sie bitten, mir nun ein paar Minuten lang Gehör zu schenken. Übersetzung bestätigt |
Ως εκ τούτου, παρακαλώ το Κοινοβούλιο να στηρίξει την τροπολογία 108, όπου η φράση "η ρύπανση των υδάτων από μεμονωμένους ρύπους" αντικαθίσταται με τη διατύπωση "πρόληψη της ρύπανσης των υδάτων με συνεχή μείωση των απορρίψεων" . | In diesem Zusammenhang möchte ich das Parlament bitten, den Änderungsantrag 108 zu unterstützen, durch den die Worte "Wasserverschmutzung durch einzelne Schadstoffe " ersetzt werden durch "Verhütung der Verschmutzung des Wassers durch kontinuierliche Verringerung der Emissionen ". Übersetzung bestätigt |
Σας παρακαλώ πολύ να επιβεβαιώσετε ότι, εάν ένας υπάλληλος δήλωσε ότι μια αυστριακή επιχείρηση αποκλείεται καθ' οιονδήποτε τρόπο από τη συμμετοχή σε κοινά προγράμματα ανταλλαγής, τότε ο συγκεκριμένος υπάλληλος έσφαλε, ενώ αν δεν το είπε τότε δεν υπάρχει είδηση. | Ich möchte sie bitten zu bestätigen, daß ein Beamter einen Fehler begeht, wenn er sagt, ein österreichisches Unternehmen werde in irgendeiner Weise von der Teilnahme an gemeinschaftlichen Austauschprojekten ausgeschlossen. Falls er es nicht gesagt hat, dann war es eine Falschmeldung. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | parakalo">παρακαλάω, παρακαλώ | παρακαλάμε, παρακαλούμε |
παρακαλάς | παρακαλάτε | ||
παρακαλάει, παρακαλά | παρακαλάν(ε), παρακαλούν(ε) | ||
Imper fekt | παρακαλούσα, παρακάλαγα | παρακαλούσαμε, παρακαλάγαμε | |
παρακαλούσες, παρακάλαγες | παρακαλούσατε, παρακαλάγατε | ||
παρακαλούσε, παρακάλαγε | παρακαλούσαν(ε), παρακάλαγαν, παρακαλάγανε | ||
Aorist | παρακάλεσα | παρακαλέσαμε | |
παρακάλεσες | παρακαλέσατε | ||
παρακάλεσε | παρακάλεσαν, παρακαλέσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω παρακαλέσει | έχουμε παρακαλέσει | |
έχεις παρακαλέσει | έχετε παρακαλέσει | ||
έχει παρακαλέσει | έχουν παρακαλέσει | ||
Plu perf ekt | είχα παρακαλέσει | είχαμε παρακαλέσει | |
είχες παρακαλέσει | είχατε παρακαλέσει | ||
είχε παρακαλέσει | είχαν παρακαλέσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα παρακαλάω, θα παρακαλώ | θα παρακαλάμε, θα παρακαλούμε | |
θα παρακαλάς | θα παρακαλάτε | ||
θα παρακαλάει, θα παρακαλά | θα παρακαλάν(ε), θα παρακαλούν(ε) | ||
Fut ur | θα παρακαλέσω | θα παρακαλέσουμε, θα παρακαλέσομε | |
θα παρακαλέσεις | θα παρακαλέσετε | ||
θα παρακαλέσει | θα παρακαλέσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω παρακαλέσει | θα έχουμε παρακαλέσει | |
θα έχεις παρακαλέσει | θα έχετε παρακαλέσει | ||
θα έχει παρακαλέσει | θα έχουν παρακαλέσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να παρακαλάω, να παρακαλώ | να παρακαλάμε, να παρακαλούμε |
να παρακαλάς | να παρακαλάτε | ||
να παρακαλάει, να παρακαλά | να παρακαλάν(ε), να παρακαλούν(ε) | ||
Aorist | να παρακαλέσω | να παρακαλέσουμε, να παρακαλέσομε | |
να παρακαλέσεις | να παρακαλέσετε | ||
να παρακαλέσει | να παρακαλέσουν(ε) | ||
Perf | να έχω παρακαλέσει | να έχουμε παρακαλέσει | |
να έχεις παρακαλέσει | να έχετε παρακαλέσει | ||
να έχει παρακαλέσει | να έχουν παρακαλέσει | ||
Imper ativ | Pres | παρακάλα, παρακάλαγε | παρακαλάτε |
Aorist | παρακάλεσε, παρακάλα | παρακαλέστε | |
Part izip | Pres | παρακαλώντας | |
Perf | έχοντας παρακαλέσει | ||
Infin | Aorist | παρακαλέσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bitte | ||
du | bittest | |||
er, sie, es | bittet | |||
Präteritum | ich | bat | ||
Konjunktiv II | ich | bäte | ||
Imperativ | Singular | bitte! | ||
Plural | bittet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebeten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bitten |
παρακαλώ [parakaló] & -άω, -ιέμαι αόρ. παρακάλεσα, απαρέμφ. παρακαλέσει & -ούμαι Ρ.10.10β παθ. αόρ. και παρακλήθηκα, απαρέμφ. και παρακληθεί : 1. ζητώ ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, μια εξυπηρέτηση, να συγκατατεθεί σε κτ. κτλ.): Tον παρακάλεσα να με βοηθήσει. Παρακάλεσε πολλούς, για να βρει αυτή τη θεσούλα. Aύριο θα με παρακαλάς κι εγώ δε θα θέλω. Mη νομίζεις ότι θα σε παρακαλέσω κιόλας. Ο διάσημος συγγραφέας παρακλήθηκε να συμμετάσχει στην εκδήλωση. Οι επιβάτες παρακαλούνται να μην καπνίζουν. || παρακαλώ το Θεό: α. προσεύχομαι, ζητώ από το Θεό: παρακαλώ το Θεό να σ΄ έχει καλά. β. εύχομαι: Παρακάλα το Θεό να προλάβουμε / να βρούμε θέση να κάτσουμε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.