{ο}  νοσοκόμος Subst.  [nosokomos]

{der}    Subst.
(45)
{der}    Subst.
(44)
{die}    Subst.
(36)

Etymologie zu νοσοκόμος

νοσοκόμος Koine-Griechisch νοσοκόμος altgriechisch νόσος + κομέω, νοσο- + -κόμος


GriechischDeutsch
στ) για ειδικευμένους νοσοκόμους που δεν έχουν εκπαιδευθεί ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενική περίθαλψη, όταν ο μετανάστης ζητεί αναγνώριση σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο οι σχετικές επαγγελματικές δραστηριότητες ασκούνται από νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη, ειδικευμένους νοσοκόμους που δεν έχουν εκπαιδευθεί ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενική περίθαλψη ή ειδικευμένους νοσοκόμους οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης ειδικότητος που πρέπει να ακολουθεί μετά την εκπαίδευση για την απόκτηση τίτλου εκ των περιλαμβανομένων στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2·für spezialisierte Krankenschwestern und Krankenpfleger, die keine Ausbildung für die allgemeine Pflege absolviert haben, wenn der Migrant die Anerkennung in einem anderen Mitgliedstaat beantragt, in dem die betreffenden beruflichen Tätigkeiten von Krankenschwestern und Krankenpflegern für allgemeine Pflege, von spezialisierten Krankenschwestern und Krankenpflegern, die keine Ausbildung für die allgemeine Pflege absolviert haben, oder von spezialisierten Krankenschwestern und Krankenpflegern, die über einen Ausbildungsnachweis für eine Spezialisierung verfügen, der nach der Ausbildung zum Erwerb einer der in Anhang V Nummer 5.2.2. aufgeführten Bezeichnungen erworben wurde, ausgeübt werden,

Übersetzung bestätigt

για νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη και ειδικευμένους νοσοκόμους οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης ειδικότητος που πρέπει να ακολουθεί μετά την εκπαίδευση για την απόκτηση τίτλου εκ των περιλαμβανομένων στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2, όταν ο μετανάστης ζητεί αναγνώριση σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο οι σχετικές επαγγελματικές δραστηριότητες ασκούνται από ειδικευμένους νοσοκόμους που δεν έχουν εκπαιδευθεί ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενική περίθαλψη·für Krankenschwestern und Krankenpfleger für allgemeine Pflege und für spezialisierte Krankenschwestern und Krankenpfleger, die über einen Ausbildungsnachweis für eine Spezialisierung verfügen, der nach der Ausbildung zum Erwerb einer der in Anhang V Nummer 5.2.2. aufgeführten Bezeichnungen erworben wurde, wenn der Migrant die Anerkennung in einem anderen Mitgliedstaat beantragt, in dem die betreffenden beruflichen Tätigkeiten von spezialisierten Krankenschwestern und Krankenpflegern, die keine Ausbildung für die allgemeine Pflege absolviert haben, ausgeübt werden,

Übersetzung bestätigt

είναι ο ιατρός, ο νοσοκόμος που είναι υπεύθυνος για τη γενική περίθαλψη, ο οδοντίατρος, η μαία ή ο φαρμακοποιός κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36/ΕΚ ή άλλος επαγγελματίας που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, η οποία περιορίζεται σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, ή πρόσωπο που θεωρείται επαγγελματίας υγείας σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους θεραπείας· ζ)„Angehöriger der Gesundheitsberufe“ einen Arzt, eine Krankenschwester oder einen Krankenpfleger für allgemeine Pflege, einen Zahnarzt, eine Hebamme oder einen Apotheker im Sinne der Richtlinie 2005/36/EG oder eine andere Fachkraft, die im Gesundheitsbereich Tätigkeiten ausübt, die einem reglementierten Beruf im Sinne von Artikel 3 Absatz 1 Buchstabe a der Richtlinie 2005/36/EG vorbehalten sind, oder eine Person, die nach den Rechtsvorschriften des Behandlungsmitgliedstaats als Angehöriger der Gesundheitsberufe gilt;

Übersetzung bestätigt

Ως επαγγελματίας υγείας ορίζεται στην εν λόγω οδηγία ο ιατρός, ο νοσοκόμος που είναι υπεύθυνος για τη γενική περίθαλψη, ο οδοντίατρος, η μαία ή ο φαρμακοποιός κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων [10], ή άλλος επαγγελματίας που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, η οποία περιορίζεται σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, ή πρόσωπο που θεωρείται επαγγελματίας υγείας σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους θεραπείας.Ein Angehöriger der Gesundheitsberufe ist in dieser Richtlinie definiert als ein Arzt, eine Krankenschwester oder ein Krankenpfleger für allgemeine Pflege, ein Zahnarzt, eine Hebamme oder ein Apotheker im Sinne der Richtlinie 2005/36/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 7. September 2005 über die Anerkennung von Berufsqualifikationen [10] oder eine andere Fachkraft, die im Gesundheitsbereich Tätigkeiten ausübt, die einem reglementierten Beruf im Sinne von Artikel 3 Absatz 1 Buchstabe a der Richtlinie 2005/36/EG vorbehalten sind, oder eine Person, die nach den Rechtsvorschriften des Behandlungsmitgliedstaats als Angehöriger der Gesundheitsberufe gilt.

Übersetzung bestätigt

με στόχο να εξακριβωθεί ότι ο νοσοκόμος έχει επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων ανάλογο με το επίπεδο μαιών/μαιευτών που διαθέτουν τα προσόντα τα οποία καθορίζονται για την Πολωνία στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2.».um zu überprüfen, ob die betreffende Krankenschwester bzw. der betreffende Krankenpfleger über einen Kenntnisstand und eine Fachkompetenz verfügt, die mit denen der Krankenschwestern und Krankenpfleger vergleichbar sind, die Inhaber der für Polen in Anhang V Nummer 5.2.2. genannten Ausbildungsnachweise sind.“

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
(για τα θηλυκά) αδερφή
νοσηλευτής / νοσηλεύτρια
Ähnliche Bedeutung



Griechische Definition zu νοσοκόμος

νοσοκόμος ο [nosokómos] : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την περιποίηση των αρρώστων και που βοηθάει το γιατρό στο νοσηλευτικό έργο του· (θηλ.) αδελφή νοσοκόμος, αδελφή: Διπλωματούχος / πρακτική νοσοκόμα. Nυχτερινή / αποκλειστική νοσοκόμα. H λευκή στολή / μπλούζα της νοσοκόμας. ΦΡ κάνω σε κπ. τη νοσοκόμα, έχω αναλάβει την περιποίηση ατόμου κατάκοιτου ή πολύ ηλικιωμένου και για να δηλώσω τη δυσφορία μου γι΄ αυτή την υποχρέωση.

[λόγ. < ελνστ. νοσοκόμος· νοσοκόμ(ος) -α· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback