{το}  κομμάτι Subst.  [kommati]

{der}    Subst.
(3065)
{das}  
Stück (ugs.)
  Subst.
(2923)
(30)

Etymologie zu κομμάτι

κομμάτι κόπτω


GriechischDeutsch
Οι ουγγρικές ΜΠΣ αυτές που καλύπτουν το μέγιστο κομμάτι της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας του κράτους μέλους επιδρούν στο χονδρικό εμπόριο με παρόμοιο όπως το Πολωνικό παράδειγμα τρόπο ή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό».Die ungarischen PPA, die den größten Teil der Elektrizitätsnachfrage des Mitgliedstaats decken, können den Großhandel im Vergleich zu den vorstehenden Darlegungen im Zusammenhang mit dem polnischen Großhandelsmarkt in ähnlichem oder in noch größerem Ausmaß beeinflussen.“

Übersetzung bestätigt

Μια δοκιμή που έχει σαν αποτέλεσμα το θραύσιμο του σωλήνα σε τρία ή περισσότερα κομμάτια, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνδέονται το ένα με το άλλο με στενές λωρίδες μετάλλου, όπως εικονίζεται στην εικόνα 2, αξιολογείται σαν δοκιμή που έχει σαν αποτέλεσμα έκρηξη.Ein Versuch, der zu einer Zerlegung der Hülse in drei oder mehr Teile führt (diese können in einigen Fällen noch durch schmale Metallstreifen miteinander verbunden sein — vgl. Abbildung 2), wird als Explosion eingestuft.

Übersetzung bestätigt

Προϊόντα κρέατος, θερμικώς επεξεργασμένα, παρασκευασμένα από ολόκληρα κομμάτια κρέατος, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι φέτες προϊόντος, συντηρημένα ή ημισυντηρημέναVollständig oder teilweise konservierte Erzeugnisse, Wiltshire bacon und Teile davon, einschließlich gepökelten Schinkens

Übersetzung bestätigt

Κεφάλια, ουρές, πόδια και άλλα κομμάτια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή γουνοδερμάτωνKöpfe, Schwänze, Klauen und andere zu Kürschnerzwecken verwendbare Teile

Übersetzung bestätigt

Γουνοδέρματα ακατέργαστα (στα οποία περιλαμβάνονται και τα κεφάλια, ουρές, πόδια και άλλα κομμάτια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή γουνοδερμάτων), άλλα από τα ακατέργαστα δέρματα των κλάσεων 4101, 4102 ή 4103Rohe Pelzfelle (einschließlich Kopf, Schwanz, Klauen und andere zu Kürschnerzwecken verwendbare Teile), ausgenommen rohe Häute und Felle der Position 4101, 4102 oder 4103

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu κομμάτι

κομμάτι το [komáti] : I1α. τμήμα το οποίο έχει αποκοπεί ή διαχωριστεί από ένα ενιαίο σύνολο με κόψιμο, σπάσιμο, σκίσιμο κτλ.: Kόψε μου ένα κομμάτι κρέας / κέικ. Έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί. Mου δίνεις ένα κομμάτι χαρτί; (έκφρ.) για ένα κομμάτι ψωμί*. || Πήρε το καλύτερο κομμάτι του οικοπέδου. Πέρασες από το καινούριο κομμάτι του δρόμου; || H νεολαία είναι το πιο ευαίσθητο κομμάτι του πληθυσμού. β. (πληθ.) θραύσμα: Kάνω κτ. κομμάτια, το σπάζω. Tο βάζο έγινε κομμάτια / χίλια κομμάτια. Έκανε το γράμμα κομμάτια, το έσκισε. ΦΡ γίνεται κομμάτια η καρδιά* κάποιου. κομμάτια να γίνει!, συγκαταβατική αποδοχή μιας δυσάρεστης κατάστασης. (άι) στα κομμάτια!, επιφωνηματική έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, οργής ή έκφραση έκπληξης. γίνομαι κομμάτια για κπ., κάνω τα πάντα για να τον εξυπηρετήσω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback