καταγωγή Subst.  [katagogi, kataroji, katagwgh]

{die}    Subst.
(668)
{die}    Subst.
(92)
(0)

Etymologie zu καταγωγή

καταγωγή (λόγιο) Koine-Griechisch καταγωγή altgriechisch καταγωγή (αποβίβαση)[1] κατάγω κατά + ἄγω, ἀγωγή


GriechischDeutsch
Για την παρθένο συμπαγή ξυλεία που προέρχεται από μη πιστοποιημένα δάση αειφόρου διαχείρισης, ο αιτών ή/και ο προμηθευτής του αναφέρει το είδος, την ποσότητα και την καταγωγή της χρησιμοποιηθείσας ξυλείας.Bei neuem Massivholz aus nicht zertifizierten nachhaltig bewirtschafteten Wäldern muss der Antragsteller und/oder sein Lieferant Art, Menge und Herkunft des verwendeten Holzes angeben.

Übersetzung bestätigt

Η καταγωγή πρέπει να αναφέρεται με επαρκή ακρίβεια, ώστε να εξακριβώνεται ότι η ξυλεία προέρχεται από δάση ορθής διαχείρισης.Die Herkunft ist so genau anzugeben, dass festgestellt werden kann, ob das Holz aus ordnungsgemäß bewirtschafteten Wäldern stammt.

Übersetzung bestätigt

Η καταγωγή της παρθένου συμπαγούς ξυλείας πρέπει να αναφέρεται με αρκετή ακρίβεια, ώστε να είναι εφικτή η διενέργεια ελέγχων, κατά περίπτωση.Die Herkunft von neuem Massivholz muss so genau angegeben werden, dass gegebenenfalls Kontrollen vorgenommen werden können.

Übersetzung bestätigt

Εκτίμηση και εξακρίβωση: Ο αιτών πρέπει να προσδιορίσει τους τύπους, τις ποσότητες και την καταγωγή της ξυλείας που χρησιμοποιείται στο προϊόν που φέρει οικολογικό σήμα.Beurteilung und Prüfung: Der Antragsteller muss Art, Menge und Herkunft des Holzes angeben, das in dem mit dem Umweltzeichen versehenen Produkt verwendet worden ist.

Übersetzung bestätigt

Εκτίμηση και εξακρίβωση: Ο αιτών υποβάλλει κατάλληλη τεκμηρίωση από τον προμηθευτή του χαρτιού σχετικά με τα είδη, τις ποσότητες και την καταγωγή των ινών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του χαρτοπολτού και του χαρτιού.Beurteilung und Prüfung: Der Antragsteller legt geeignete Unterlagen des Papierlieferanten vor, aus denen Typ, Menge und genaue Herkunft der bei der Papierund Zellstoffproduktion verwendeten Fasern hervorgehen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
γενεαλογία
προέλευση
ρίζα
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu καταγωγή

καταγωγή [kataγojí] : 1. οι άμεσοι ή οι απώτεροι πρόγονοι ενός ατόμου ή ο τόπος όπου έζησαν: Είναι Aμερικανός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Είναι Άγγλος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στην Aθήνα, η καταγωγή του όμως είναι από την Πελοπόννησο. Άτομο ταπεινής καταγωγής, από κατώτερη κοινωνική τάξη. || Ο Δαρβίνος διατύπωσε θεωρία για την καταγωγή του ανθρώπου, τη βιολογική προέλευση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback