ζητώ κληρονομημένη von altgriechisch ζητῶ, συνηρημένος τύπος του ζητέω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σας ζητώ να ορίσετε στη Νίκαια μια ημερομηνία σχετικά με το πότε σκοπεύετε να ολοκληρώσετε τις διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες χώρες που έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο. | Hören wir alle auf, von den Kandidaten Sachen zu verlangen, die außerhalb des gemeinschaftlichen Rechtsbestands liegen! Übersetzung bestätigt |
Γνωρίζουμε ότι το Συμβούλιο σκοπεύει να πάρει μια απόφαση για αυτό κατά τη διάρκεια της Προεδρίας σας, θα θέλαμε όμως να σας ζητήσουμε να φανείτε γενναίοι και να ζητήσετε την αναβολή εφαρμογής της απόφασης πλαισίου για μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, επειδή αυτό θα έδινε τη δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να διαδραματίσει άμεσο ρόλο στη μεταρρύθμιση· ο συνάδελφός μου βουλευτής θα σας μιλήσει και πάλι για αυτό αργότερα, σας ζητώ, κύριε Προεδρεύων, να διεξάγετε την πρώτη εθνική διάσκεψη για τους Ρομ κατά τη διάρκεια της Προεδρίας σας. | Wir wissen, dass der Rat noch während Ihrer Präsidentschaft einen Beschluss zu erlassen plant, doch wir möchten Sie um einen mutigen Schritt bitten, nämlich die Verschiebung der Umsetzung dieses Rahmenbeschlusses auf die Zeit nach Inkrafttreten des Lissabon-Vertrags zu verlangen, weil dies dem Parlament die direkte Beteiligung an der Reform ermöglichen würde. Meine Kollegin wird später noch einmal darauf zurückkommen; ich bitte Sie, Herr Ratspräsident, während Ihrer Präsidentschaft die erste nationale Konferenz über die Roma abzuhalten. Übersetzung bestätigt |
Υποστηρίζω ένθερμα το Ευρωπαϊκό ταξίδι που κάνουν η Δημοκρατία της Μολδαβίας και οι πολίτες της, αλλά διαμαρτύρομαι κατά αυτής της κατάφωρης αυθαιρεσίας και ζητώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο να ζητήσουν εξηγήσεις από τις αρχές του Κισινάου, όπως και η Ρουμανία έχει ήδη ζητήσει μέσω του Υπουργού Εξωτερικών. | Ich begrüße vehement die von der Republik Moldau und seinen Bürgern ausgehende Annäherung an Europa, aber ich protestiere gegen dieses grob missbräuchliche Verhalten und fordere die Europäische Kommission und den Rat dazu auf, von den Behörden in Chişinău Erklärungen zu verlangen, wie dies bereits von rumänischer Seite durch den Außenminister erfolgt ist. Übersetzung bestätigt |
Αν ζητάμε εγγυήσεις κάθε φορά που ένας λαός απαιτεί ελευθερία -δηλαδή, αν ζητάμε να μας πουν ότι η κατάσταση θα προχωρήσει οπωσδήποτε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνσηδεν θα υποστηρίξουμε ποτέ την ελευθερία και γι' αυτό ζητώ από την Επιτροπή να κινηθεί, να δώσει κάτι, να δείξει στους Τυνήσιους ότι η realpolitik είναι τώρα η πολιτική της υποστήριξης της δημοκρατίας και όχι πια η πολιτική στήριξης της δικτατορικής δομής. | Würden wir jedes Mal, wenn Menschen nach Freiheit verlangen, nach Sicherheiten fragen, sie also bitten uns zu versichern, dass sich die Situation definitiv in eine bestimmte Richtung entwickelt, dann würden wir die Freiheit niemals unterstützen, und aus diesem Grund fordere ich die Kommission auf, sich zu bewegen, etwas zu geben, den Tunesiern zu zeigen, dass die aktuelle Realpolitik nun darin besteht, Demokratie zu unterstützen, statt die Strukturen der Diktatur. Übersetzung bestätigt |
Σας ζητώ να πάτε σήμερα στο Συμβούλιο και να ζητήσετε πλήρη αποζημίωση των πληγέντων, αφού δεν μπορούμε να ζητήσουμε ζωή για όσους την έχασαν. | Ich bitte Sie, heute zum Rat zu gehen und eine umfassende Entschädigung für die Betroffenen zu verlangen, denn das Leben derer, die gestorben sind, können wir nicht zurückverlangen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ζητωκραυγάζω |
ζητωκραυγή |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ζητάω, ζητώ | ζητάμε, ζητούμε | ζητιέμαι | ζητιόμαστε |
ζητάς | ζητάτε | ζητιέσαι | ζητιέστε, ζητιόσαστε | ||
ζητάει, ζητά | ζητάν(ε), ζητούν(ε) | ζητιέται | ζητιούνται, ζητιόνται | ||
Imper fekt | ζητούσα, ζήταγα | ζητούσαμε, ζητάγαμε | ζητιόμουν(α) | ζητιόμαστε, ζητιόμασταν | |
ζητούσες, ζήταγες | ζητούσατε, ζητάγατε | ζητιόσουν(α) | ζητιόσαστε, ζητιόσασταν | ||
ζητούσε, ζήταγε | ζητούσαν(ε), ζήταγαν, ζητάγανε | ζητιόταν(ε) | ζητιόνταν(ε), ζητιούνταν, ζητιόντουσαν | ||
Aorist | ζήτησα | ζητήσαμε | ζητήθηκα | ζητηθήκαμε | |
ζήτησες | ζητήσατε | ζητήθηκες | ζητηθήκατε | ||
ζήτησε | ζήτησαν, ζητήσαν(ε) | ζητήθηκε | ζητήθηκαν, ζητηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ζητάω, | θα ζητάμε, | |||
θα ζητάς | θα ζητάτε | θα ζητιέσαι | θα ζητιέστε, | ||
θα ζητάει, | θα ζητάν(ε), | θα ζητιέται | θα ζητιούνται, | ||
Fut ur | θα ζητήσω | θα ζητήσουμε, | θα ζητηθώ | θα ζητηθούμε | |
θα ζητήσεις | θα ζητήσετε | θα ζητηθείς | θα ζητηθείτε | ||
θα ζητήσει | θα ζητήσουν(ε) | θα ζητηθεί | θα ζητηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ζητάω, | να ζητάμε, | να ζητιέμαι | να ζητιόμαστε |
να ζητάς | να ζητάτε | να ζητιέσαι | να ζητιέστε, | ||
να ζητάει, | να ζητάν(ε), | να ζητιέται | να ζητιούνται, | ||
Aorist | να ζητήσω | να ζητήσουμε, | να ζητηθώ | να ζητηθούμε | |
να ζητήσεις | να ζητήσετε | να ζητηθείς | να ζητηθείτε | ||
να ζητήσει | να ζητήσουν(ε) | να ζητηθεί | να ζητηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ζήτα, ζήταγε | ζητάτε | ζητιέστε | |
Aorist | ζήτησε, ζήτα | ζητήστε | ζητήσου | ζητηθείτε | |
Part izip | Pres | ζητώντας | |||
Perf | έχοντας ζητήσει | ||||
Infin | Aorist | ζητήσει | ζητηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verlange | ||
du | verlangst | |||
er, sie, es | verlangt | |||
Präteritum | ich | verlangte | ||
Konjunktiv II | ich | verlangte | ||
Imperativ | Singular | verlange! | ||
Plural | verlangt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verlangt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verlangen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | suche | ||
du | suchst | |||
er, sie, es | sucht | |||
Präteritum | ich | suchte | ||
Konjunktiv II | ich | suchte | ||
Imperativ | Singular | suche! such! | ||
Plural | sucht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesucht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:suchen |
ζήτω [zíto] : 1. ως επιφώνημα με το οποίο κάποιος ή, συνήθ., ένα πλήθος ατόμων δηλώνει ότι επιδοκιμάζει ή υποστηρίζει με θέρμη και ενθουσιασμό κτ. ή κπ.· η λέξη έχει σχεδόν χάσει την αρχική της σημασία (= να ζήσει). ANT κάτω, γιούχα. α. ως κραυγή: ζητώ! φώναξαν όλοι μαζί. β. με ονομαστική ονόματος: ζητώ η Ελλάδα! ζητώ η Ελευθερία! ζητώ ο νέος αρχηγός! γ. με γενική: ζητώ μου, σου, του , μπράβο. ΦΡ ζητώ που καήκαμε, ειρωνικά, σε περιπτώσεις ατυχίας ή αποτυχίας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.