εφημερίδα αιτιατική -ίδα von Koine-Griechisch ἐφημερίς (στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο) ἐπί + ἡμέρα, (Lehnbedeutung) französisch journal[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
» Συγκεκριμένα, οι ιθύνοντες της Brandt αναφέρουν στην εφημερίδα «Les Echos» σε άρθρο της 7ης Ιουλίου 2004 ότι: «Παρά τις μεγάλες προσπάθειες ανταγωνιστικότητας, με την αγορά του 35 % των εξαρτημάτων στην Κίνα και με τη βελτίωση της ποιότητας και της παραγωγικότητας, η μείωση του κόστους στην αγορά ήταν ταχύτερη από εμάς» και ότι: «Η διατήρηση μιας δραστηριότητας παραγωγής καταψυκτών οριζόντιου τύπου δεν έχει οικονομικό ενδιαφέρον στο πλαίσιο του ομίλου ElcoBrandt. | “ Führende Mitarbeiter von Brandt erklärten in der Zeitung „Les Echos“ in einem am 7. Juli 2004 erschienenen Artikel: „Trotz unserer großen Bemühungen, durch Einkauf von 35 % der Bauteile in China und durch Verbesserung von Qualität und Produktivität wettbewerbsfähig zu sein, war der Rückgang der Marktkosten schneller als wir“. „Die Beibehaltung der Herstellung von Kühltruhen innerhalb der Gruppe ElcoBrandt ist wirtschaftlich nicht mehr sinnvoll. Übersetzung bestätigt |
Ωστόσο, σύμφωνα με τη Sweden Post, η σχετική αγορά για την αξιολόγηση της θέσης της στις αγορές, θα ήταν μια μεγαλύτερη «αγορά μηνυμάτων», η οποία εκτός από τις επιστολές με ονομαστικό παραλήπτη όλων των κατηγοριών και τύπων, τις εφημερίδες και τα περιοδικά με και χωρίς προτεραιότητα καθώς και το διαφημιστικό ταχυδρομείο με ονομαστικό παραλήπτη, θα συμπεριλάμβανε «όλες τις ηλεκτρονικές εναλλακτικές λύσεις έναντι της διανομής ταχυδρομικών έντυπων αντικειμένων. | Die Marktposition müsste nach Angaben von Sweden Post jedoch in Bezug auf einen „Mitteilungsmarkt“ im weiteren Sinne bewertet werden, der zusätzlich zu adressierten Briefen aller Kategorien und Arten, Zeitungen mit und ohne Vorrang sowie Zeitschriften und adressierter Direktwerbung „alle elektronischen Alternativen zur physischen Zustellung von Postsendungen“ umfasst. Übersetzung bestätigt |
Σε αντίθετη περίπτωση, η Sweden Post ισχυρίζεται ότι η σχετική αγορά θα ήταν η «αγορά έντυπων μηνυμάτων με ονομαστικό παραλήπτη», η οποία είναι μια ενιαία αγορά η οποία καλύπτει όλες τις μορφές και τις κατηγορίες επιστολών (με και χωρίς προτεραιότητα, επείγουσες και «κανονικές»), το διαφημιστικό ταχυδρομείο με ονομαστικό παραλήπτη, τις εφημερίδες και τα περιοδικά. | Sweden Post argumentiert deshalb, dass es sich bei dem betreffenden Markt um einen „Markt für adressierte physische Mitteilungen“ handelt, d. h. einen einzigen Markt, der alle Formen und Kategorien von Briefen (mit und ohne Vorrang, Express und Standard), adressierte Direktwerbung, Zeitungen und Zeitschriften abdeckt. Übersetzung bestätigt |
Σύμφωνα με τη Sweden Post, αυτό το επίπεδο μεριδίου αγοράς δεν θα διέφερε σε σημαντικό βαθμό ακόμη και αν αναφερόταν ξεχωριστά σε κάθε έναν από τους πιθανούς τομείς που θα μπορούσαν να μελετηθούν (υπηρεσίες CtC, CtB, BtC, BtB, εγχώριες και διεθνείς, επιστολές και εφημερίδες πρώτης κατηγορίας, μεμονωμένα αντικείμενα και αποστολές, αποστολές με διαλογή και χωρίς διαλογή, μεγάλες και μικρές αποστολές, μητροπολιτικές περιοχές και υπόλοιπες περιοχές της Σουηδίας […]) [8]. | Nach Angaben von Sweden Post würde sich diese Höhe des Marktanteils auch bei gesonderter Betrachtung aller möglichen Segmente (CtC, CtB, BtC, BtB, national und international, Briefe und Zeitungen erster Klasse, Einzelsendungen, sortierte und unsortierte Sendungen, große und kleine Sendungen, Stadtgebiete und das übrige Schweden …) [8] nicht wesentlich ändern. Übersetzung bestätigt |
Υπηρεσίες πρακτορείων ειδήσεων προς εφημερίδες και περιοδικά | Dienstleistungen von Korrespondenzund Nachrichtenbüros sowie von selbständigen Journalisten für Zeitungen und Zeitschriften Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
αλμανάκ |
Ähnliche Wörter |
---|
εφημερίδα μικρού σχήματος |
εφημερίδα μικρών αγγελιών |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Zeitschrift | die Zeitschriften |
Genitiv | der Zeitschrift | der Zeitschriften |
Dativ | der Zeitschrift | den Zeitschriften |
Akkusativ | die Zeitschrift | die Zeitschriften |
εφημερίδα η [efimeríδa] : έντυπο, συνήθ. ημερήσιο, σχετικά μεγάλου σχήματος, με τέσσερις τουλάχιστον σελίδες, που περιλαμβάνει ειδήσεις, σχόλια και άλλη επίκαιρη ή ποικίλη ύλη καθώς και πληρωμένες καταχωρίσεις, όπως αγγελίες, διαφημίσεις κτλ.: Kαθημερινή / εβδομαδιαία / πρωινή / απογευματινή / επαρχιακή / αθηναϊκή / πολιτική / οικονομική / αθλητική εφημερίδα. Aνεξάρτητη / κομματική / έγκυρη / σοβαρή / λαϊκή εφημερίδα. Ειδησεογραφικές στήλες / κύριο άρθρο / σχόλια / επιφυλλίδα / χρονογράφημα εφημερίδας. εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία / με πλούσια ύλη. Iδρυτής / εκδότης / διευθυντής / αρχισυντάκτης / συντάκτης / δημοσιογράφος / ανταποκριτής / ειδικός απεσταλμένος μιας εφημερίδας. Mια εφημερίδα εκδίδεται / αναστέλλει την έκδοσή της. εφημερίδα μεγάλου σχήματος. εφημερίδα μικρού σχήματος, ταμπλόιντ. H εφημερίδα δημοσιεύει / γράφει. Tι λέει σήμερα η εφημερίδα; Tι διάβασες στην εφημερίδα; H γλώσσα των εφημερίδων, λόγος απλός και σωστός που μπορεί να γίνει κατανοητός από το μέσο αναγνώστη. (έκφρ.) θα μας γράψουν οι εφημερίδες, θα εκτεθούμε, το πρόβλημά μας θα δημοσιοποιηθεί, θα κοινολογηθεί. || Εφημερίδα της Kυβερνήσεως, εφημερίδα του κράτους, που τυπώνεται στο Εθνικό Tυπογραφείο και στην οποία δημοσιεύονται νόμοι, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις: H ισχύς του νόμου αρχίζει από την ημέρα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. || επιχείρηση που εκδίδει εφημερίδα: Δουλεύει σε εφημερίδα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.