εργαζόμενος Subst.  [ergazomenos, errazomenos]

  Subst.
(1)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu εργαζόμενος

εργαζόμενος μετοχή ενεστώτα του εργάζομαι


GriechischDeutsch
2) Άλλα καθεστώτα για λόγους φροντίδας, ανάλογα με τη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ο εργαζόμενος πατέρας ή μητέρα σε κάθε περίπτωση μπορεί να συνεννοείται με τον εργοδότη για άλλα καθεστώτα κατά μερικό χρόνο για λόγους φροντίδας φυσικού ή υιοθετημένου τέκνου ηλικίας κάτω των 12 ετών.2) Andere Regelungen für Betreuung, je nach Vereinbarung zwischen Arbeitgeber und Arbeitnehmer Berufstätige Eltern können mit ihrem Arbeitgeber immer andere Teilzeitregelungen zur Betreuung leiblicher oder adoptierter Kinder unter 12 Jahren vereinbaren.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu εργαζόμενος

Fall Singular
Nominativ εργαζόμενος εργαζόμενη/
εργαζομένη
εργαζόμενο
Genitiv εργαζόμενου/
εργαζομένου
εργαζόμενης/
εργαζομένης
εργαζόμενου/
εργαζομένου
Akkusativ εργαζόμενο εργαζόμενη/
εργαζομένη
εργαζόμενο
Vokativ εργαζόμενε εργαζόμενη/
εργαζομένη
εργαζόμενο
Fall Plural
Nominativ εργαζόμενοι εργαζόμενες εργαζόμενα
Genitiv εργαζόμενων/
εργαζομένων
εργαζόμενων/
εργαζομένων
εργαζόμενων/
εργαζομένων
Akkusativ εργαζόμενους εργαζόμενες εργαζόμενα
Vokativ εργαζόμενοι εργαζόμενες εργαζόμενα



Berufstätige ist eine flektierte Form von Berufstätiger.
Alle weiteren Informationen findest du im Haupteintrag Berufstätiger.
Bitte nimm Ergänzungen deshalb auch nur dort vor.



Singular

Plural

Nominativder Hackler

die Hackler

Genitivdes Hacklers

der Hackler

Dativdem Hackler

den Hacklern

Akkusativden Hackler

die Hackler




Griechische Definition zu εργαζόμενος

εργαζόμενος -η -ο [erγazómenos] : (για πρόσ.) που εργάζεται στα πλαίσια της κοινωνίας και συνήθ. προσφέρει μισθωτή εργασία: H εργαζόμενη γυναίκα. Ο εργαζόμενος λαός. || (ως ουσ.) ο εργαζόμενος, ο εργάτης ή ο υπάλληλος: Ο εργοδότης και ο εργαζόμενος. Εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Aπεργούν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία. H πολιτική της λιτότητας θα συναντήσει την αντίδραση των εργαζομένων.

[λόγ. μπε. του εργάζομαι μτφρδ. γαλλ. travailleur]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback