εργαζόμενος Subst. (1) |
εργαζόμενη (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
2) Andere Regelungen für Betreuung, je nach Vereinbarung zwischen Arbeitgeber und Arbeitnehmer Berufstätige Eltern können mit ihrem Arbeitgeber immer andere Teilzeitregelungen zur Betreuung leiblicher oder adoptierter Kinder unter 12 Jahren vereinbaren. | 2) Άλλα καθεστώτα για λόγους φροντίδας, ανάλογα με τη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ο εργαζόμενος πατέρας ή μητέρα σε κάθε περίπτωση μπορεί να συνεννοείται με τον εργοδότη για άλλα καθεστώτα κατά μερικό χρόνο για λόγους φροντίδας φυσικού ή υιοθετημένου τέκνου ηλικίας κάτω των 12 ετών. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Berufstätiger |
Berufstätige |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Berufstätige ist eine flektierte Form von Berufstätiger. Alle weiteren Informationen findest du im Haupteintrag Berufstätiger. Bitte nimm Ergänzungen deshalb auch nur dort vor. |
Fall | Singular | ||
---|---|---|---|
Nominativ | εργαζόμενος | εργαζόμενη/ εργαζομένη |
εργαζόμενο |
Genitiv | εργαζόμενου/ εργαζομένου |
εργαζόμενης/ εργαζομένης |
εργαζόμενου/ εργαζομένου |
Akkusativ | εργαζόμενο | εργαζόμενη/ εργαζομένη |
εργαζόμενο |
Vokativ | εργαζόμενε | εργαζόμενη/ εργαζομένη |
εργαζόμενο |
Fall | Plural | ||
Nominativ | εργαζόμενοι | εργαζόμενες | εργαζόμενα |
Genitiv | εργαζόμενων/ εργαζομένων |
εργαζόμενων/ εργαζομένων |
εργαζόμενων/ εργαζομένων |
Akkusativ | εργαζόμενους | εργαζόμενες | εργαζόμενα |
Vokativ | εργαζόμενοι | εργαζόμενες | εργαζόμενα |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.