{η}  ενασχόληση Subst.  [enascholisi, enasxolhsh]

{die}    Subst.
(16)
{der}    Subst.
(8)

Etymologie zu ενασχόληση

ενασχόληση mittelgriechisch ἐνασχόλησις Koine-Griechisch ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι


GriechischDeutsch
η επαγγελματική εκπαίδευση θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη για τον εργαζόμενο και ανεξάρτητα από την τρέχουσα θέση απασχόλησης που κατέχει (μελλοντικές ενασχολήσεις σε άλλη επιχείρηση, κοινωνική ζωή, ευημερία κ.λπ.)·Ausbildungsmaßnahmen, die für die Arbeitnehmer über ihre derzeitige Beschäftigung hinaus nützlich sind (künftige Tätigkeit in einem anderen Unternehmen, gesellschaftliche Teilhabe, persönliche Weiterentwicklung usw.).

Übersetzung bestätigt

Η έρευνα για καινοτόμα συλλογικά πλαίσια προσαρμοσμένα στις νέες μορφές απασχόλησης αναμένεται ότι θα επιτρέψει την προώθηση της κινητικότητας και τον προσανατολισμό των εργαζομένων σε ολοένα και πιο ποικίλες επαγγελματικές ενασχολήσεις με την οργάνωση της μετάβασης μεταξύ αυτών των διαδοχικών ενασχολήσεων ή θέσεων εργασίας.Die Ermittlung innovativer kollektiver Strukturen, die den neuen Beschäftigungsformen angepasst sind, soll die Möglichkeit bieten, die Mobilität und Einsatzbereitschaft des Einzelnen in immer vielfältigeren beruflichen Situationen durch die Gestaltung der Übergänge zwischen den aufeinander folgenden Situationen bzw. Beschäftigungen zu begünstigen.

Übersetzung bestätigt

Προτείνει την ιδιαίτερη ενασχόληση με το εν λόγω ζήτημα στο πλαίσιο των προσανατολισμών της πολιτικής απασχόλησης για την καταπολέμηση των διακρίσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής ένταξης μέσω πρόσβασης στην απασχόληση και της διασφάλισης ίσων ευκαιριών.Er schlägt vor, diesem Aspekt im Rahmen der beschäftigungspolitischen Leitlinien zur Bekämpfung von Diskriminierung und Förderung der sozia­len Integration durch Zugang zur Beschäftigung sowie der Chancengleichheit besondere Aufmerk­samkeit zu widmen.

Übersetzung bestätigt

Οι συμπεριφορές αυτές αποκαλούνται διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων και μπορεί να περιλαμβάνουν εθισμό στη χαρτοπαιξία, υπερβολική κατανάλωση φαγητού ή υπερβολικές δαπάνες, μη φυσιολογικά υψηλή γενετήσια ορμή ή αποκλειστική ενασχόληση με αυξημένες σεξουαλικές σκέψεις ή αισθήματα.Diese Verhaltensweisen werden als Störungen der Impulskontrolle bezeichnet und können eine Spielsucht, exzessives Essen oder exzessive Geldausgaben, einen ungewöhnlich hohen Sexualtrieb oder die Beschäftigung mit einer Zunahme der sexuellen Gedanken oder Gefühle einschließen.

Übersetzung bestätigt

Η διά βίου ενασχόληση με ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων έχει τεράστια σημασία για τον εμπλουτισμό της ανθρώπινης ζωής και για την προώθηση της καλλιτεχνικής ευαισθησίας και δημιουργικότητας.Die lebenslange Beschäftigung mit den verschiedenartigsten künstlerischen und kulturellen Tätigkeiten bietet enorme Möglichkeiten zur Bereicherung des Lebens und zur Förderung von Kunstsinn und Kreativität.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ενασχόληση

ενασχόληση η [enasxódivsi] : (λόγ.) το να ασχολείται, να καταγίνεται κάποιος με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική· (πρβ. ασχολία, απασχόληση): Tο βιβλίο αυτό είναι προϊόν μακρόχρονης και σοβαρής ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέατρο. || δραστηριότητα: Ψυχαγωγικές ενασχολήσεις, χόμπι.

[λόγ. < μσν. ενασχόλη(σις) -ση < ενασχολη- (ενασχολούμαι) -σις]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback