εμπνέω Verb  [ebneo, empnew]

  Verb
(5)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εμπνέω

εμπνέω altgriechisch ἐμπνέω ἐν + πνέω proto-indogermanisch *pnew- (πνέω) ((Lehnbedeutung) französisch inspirer)


GriechischDeutsch
Ο σκοπός της ζωής μου είναι να εμπνέω άτομα σαν εσένα.Menschen wie wir, wollen Menschen wie dich inspirieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Θέλω να εμπνέω τους ανθρώπους.Ich möchte Leute inspirieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Είπες ότι εμπνέω τους ανθρώπους, ενώ εσύ δεν μπορείς.Als du mir sagtest, ich könnte Menschen inspirieren, sagtest du, du könntest das nicht.

Übersetzung nicht bestätigt

Και το πιο σημαντικό, να σε εμπνέω, για να γίνεις ο καλύτερος εαυτός σου, ο καλύτερος που...Vor allem will ich dich dazu inspirieren... WIR KAUFEN HÄSSLICHE HÄUSER ...die beste Version deiner selbst zu sein... Die du...

Übersetzung nicht bestätigt

Προσλαμβάνω διψασμένα άτομα που τα διαμορφώνω και τα εμπνέω.Ich will hungrige Leute, die ich formen und inspirieren kann.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εμπνέω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εμπνέωεμπνέουμε, εμπνέομεεμπνέομαιεμπνεόμαστε
εμπνέειςεμπνέετεεμπνέεσαιεμπνέεστε, εμπνεόσαστε
εμπνέειεμπνέουν(ε)εμπνέεταιεμπνέονται
Imper
fekt
ενέμπνεαεμπνέαμεεμπνεόμουν(α)εμπνεόμαστε, εμπνεόμασταν
ενέμπνεεςεμπνέατεεμπνεόσουν(α)εμπνεόσαστε, εμπνεόσασταν
ενέμπνεεενέμπνεαν, εμπνέαν(ε)εμπνεόταν(ε)εμπνέονταν, εμπνεόντανε, εμπνεόντουσαν
Aoristενέπνευσαεμπνεύσαμεεμπνεύστηκαεμπνευστήκαμε
ενέπνευσεςεμπνεύσατεεμπνεύστηκεςεμπνευστήκατε
ενέπνευσεενέπνευσαν, εμπνεύσαν(ε)εμπνεύστηκεεμπνεύστηκαν, εμπνευστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εμπνεύσειέχουμε εμπνεύσειέχω εμπνευστεί
είμαι εμπνευσμένος, -η
έχουμε εμπνευστεί
είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
έχεις εμπνεύσειέχετε εμπνεύσειέχεις εμπνευστεί
είσαι εμπνευσμένος, -η
έχετε εμπνευστεί
είστε εμπνευσμένοι, -ες
έχει εμπνεύσειέχουν εμπνεύσειέχει εμπνευστεί
είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
έχουν εμπνευστεί
είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εμπνεύσειείχαμε εμπνεύσειείχα εμπνευστεί
ήμουν εμπνευσμένος, -η
είχαμε εμπνευστεί
ήμαστε εμπνευσμένοι, -ες
είχες εμπνεύσειείχατε εμπνεύσειείχες εμπνευστεί
ήσουν εμπνευσμένος, -η
είχατε εμπνευστεί
ήσαστε εμπνευσμένοι, -ες
είχε εμπνεύσειείχαν εμπνεύσειείχε εμπνευστεί
ήταν εμπνευσμένος, -η, -ο
είχαν εμπνευστεί
ήταν εμπνευσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εμπνέωθα εμπνέουμε, θα εμπνέομεθα εμπνέομαιθα εμπνεόμαστε
θα εμπνέειςθα εμπνέετεθα εμπνέεσαιθα εμπνέεστε, θα εμπνεόσαστε
θα εμπνέειθα εμπνέουν(ε)θα εμπνέεταιθα εμπνέονται
Fut
ur
θα εμπνεύσωθα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσομεθα εμπνευστώθα εμπνευστούμε
θα εμπνεύσειςθα εμπνεύσετεθα εμπνευστείςθα εμπνευστείτε
θα εμπνεύσειθα εμπνεύσουν(ε)θα εμπνευστείθα εμπνευστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εμπνεύσειθα έχουμε εμπνεύσειθα έχω εμπνευστεί
θα είμαι εμπνευσμένος, -η
θα έχουμε εμπνευστεί
θα είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
θα έχεις εμπνεύσειθα έχετε εμπνεύσειθα έχεις εμπνευστεί
θα είσαι εμπνευσμένος, -η
θα έχετε εμπνευστεί
θα είστε εμπνευσμένοι, -ες
θα έχει εμπνεύσειθα έχουν εμπνεύσειθα έχει εμπνευστεί
θα είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
θα έχουν εμπνευστεί
θα είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εμπνέωνα εμπνέουμε, να εμπνέομενα εμπνέομαινα εμπνεόμαστε
να εμπνέειςνα εμπνέετενα εμπνέεσαινα εμπνέεστε, να εμπνεόσαστε
να εμπνέεινα εμπνέουν(ε)να εμπνέεταινα εμπνέονται
Aoristνα εμπνεύσωνα εμπνεύσουμε, να εμπνεύσομενα εμπνευστώνα εμπνευστούμε
να εμπνεύσειςνα εμπνεύσετενα εμπνευστείςνα εμπνευστείτε
να εμπνεύσεινα εμπνεύσουν(ε)να εμπνευστείνα εμπνευστούν(ε)
Perfνα έχω εμπνεύσεινα έχουμε εμπνεύσεινα έχω εμπνευστεί
να είμαι εμπνευσμένος, -η
να έχουμε εμπνευστεί
να είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
να έχεις εμπνεύσεινα έχετε εμπνεύσεινα έχεις εμπνευστεί
να είσαι εμπνευσμένος, -η
να έχετε εμπνευστεί
να είστε εμπνευσμένοι, -ες
να έχει εμπνεύσεινα έχουν εμπνεύσεινα έχει εμπνευστεί
να είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
να έχουν εμπνευστεί
να είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέμπνεεεμπνέετεεμπνέεστε
Aoristέμπνευσεεμπνεύσετε, εμπνεύστεεμπνεύσουεμπνευστείτε
Part
izip
Presεμπνέοντας
Perfέχοντας εμπνεύσειεμπνευσμένος, -η, -οεμπνευσμένοι, -ες, -α
InfinAoristεμπνεύσειεμπνευστεί









Griechische Definition zu εμπνέω

εμπνέω [embnéo] -ομαι Ρ αόρ. ενέπνευσα, απαρέμφ. εμπνεύσει, παθ. αόρ. εμπνεύστηκα, απαρέμφ. εμπνευστεί, μππ. εμπνευσμένος : 1.βάζω στη συνείδηση κάποιου ένα συναίσθημα, μια σκέψη, ιδέα, κτλ.: H παρουσία του ενέπνευσε θάρρος και πίστη στους στρατιώτες. Ο δάσκαλός τους τους είχε εμπνεύσει την αγάπη και το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Tο ύφος του δε μου εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback