beflügeln
 Verb

εμπνέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es dürfte Eure Tapferkeit beflügeln zu wissen... dass Pompejus in diesem Moment etwa 35 km westlich von uns lagert... und das Heer des Lucullus sich rasch in Nachtmärschen... aus dem Süden nähert.Ίσως να πάρετε κουράγιο γνωρίζοντας... ότι ο Πομπήιος έχει στρατοπεδεύσει μόλις 30 χιλιόμετρα δυτικά μας... και ότι ο στρατός του Λούκουλλου πλησιάζει από τα νότια... κάνοντας νυχτερινή πορεία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ein bisschen altmodischer christlicher Glaube wird Sie beflügeln.Λίγη καλή, παραδοσιακή Χριστιανική πίστη... θα σε ανεβάσει εκεί πάνω σαν πουλάκι.

Übersetzung nicht bestätigt

Hier ein Bild, das dich beflügeln wird.Σου στέλνω μια φωτογραφία μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Gib ihm eine Chance, deinen Geist zu beflügeln und dein Herz zu reinigen, bevor du zu den Waffen greifst.Δώσε του μια ευκαιρία να ανεβάσει το πνεύμα σου και να καθαρίσει την καρδιά σου πριν πάρεις τα όπλα.

Übersetzung nicht bestätigt

Mögen die Engel dich beflügeln, Big Mama!Τότε είθε οι άγγελοι να σ' ανεβάσουν γοργά εδώ πάνω, Μεγάλη Μαμά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εμπνέωεμπνέουμε, εμπνέομεεμπνέομαιεμπνεόμαστε
εμπνέειςεμπνέετεεμπνέεσαιεμπνέεστε, εμπνεόσαστε
εμπνέειεμπνέουν(ε)εμπνέεταιεμπνέονται
Imper
fekt
ενέμπνεαεμπνέαμεεμπνεόμουν(α)εμπνεόμαστε, εμπνεόμασταν
ενέμπνεεςεμπνέατεεμπνεόσουν(α)εμπνεόσαστε, εμπνεόσασταν
ενέμπνεεενέμπνεαν, εμπνέαν(ε)εμπνεόταν(ε)εμπνέονταν, εμπνεόντανε, εμπνεόντουσαν
Aoristενέπνευσαεμπνεύσαμεεμπνεύστηκαεμπνευστήκαμε
ενέπνευσεςεμπνεύσατεεμπνεύστηκεςεμπνευστήκατε
ενέπνευσεενέπνευσαν, εμπνεύσαν(ε)εμπνεύστηκεεμπνεύστηκαν, εμπνευστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εμπνεύσειέχουμε εμπνεύσειέχω εμπνευστεί
είμαι εμπνευσμένος, -η
έχουμε εμπνευστεί
είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
έχεις εμπνεύσειέχετε εμπνεύσειέχεις εμπνευστεί
είσαι εμπνευσμένος, -η
έχετε εμπνευστεί
είστε εμπνευσμένοι, -ες
έχει εμπνεύσειέχουν εμπνεύσειέχει εμπνευστεί
είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
έχουν εμπνευστεί
είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εμπνεύσειείχαμε εμπνεύσειείχα εμπνευστεί
ήμουν εμπνευσμένος, -η
είχαμε εμπνευστεί
ήμαστε εμπνευσμένοι, -ες
είχες εμπνεύσειείχατε εμπνεύσειείχες εμπνευστεί
ήσουν εμπνευσμένος, -η
είχατε εμπνευστεί
ήσαστε εμπνευσμένοι, -ες
είχε εμπνεύσειείχαν εμπνεύσειείχε εμπνευστεί
ήταν εμπνευσμένος, -η, -ο
είχαν εμπνευστεί
ήταν εμπνευσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εμπνέωθα εμπνέουμε, θα εμπνέομεθα εμπνέομαιθα εμπνεόμαστε
θα εμπνέειςθα εμπνέετεθα εμπνέεσαιθα εμπνέεστε, θα εμπνεόσαστε
θα εμπνέειθα εμπνέουν(ε)θα εμπνέεταιθα εμπνέονται
Fut
ur
θα εμπνεύσωθα εμπνεύσουμε, θα εμπνεύσομεθα εμπνευστώθα εμπνευστούμε
θα εμπνεύσειςθα εμπνεύσετεθα εμπνευστείςθα εμπνευστείτε
θα εμπνεύσειθα εμπνεύσουν(ε)θα εμπνευστείθα εμπνευστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εμπνεύσειθα έχουμε εμπνεύσειθα έχω εμπνευστεί
θα είμαι εμπνευσμένος, -η
θα έχουμε εμπνευστεί
θα είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
θα έχεις εμπνεύσειθα έχετε εμπνεύσειθα έχεις εμπνευστεί
θα είσαι εμπνευσμένος, -η
θα έχετε εμπνευστεί
θα είστε εμπνευσμένοι, -ες
θα έχει εμπνεύσειθα έχουν εμπνεύσειθα έχει εμπνευστεί
θα είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
θα έχουν εμπνευστεί
θα είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εμπνέωνα εμπνέουμε, να εμπνέομενα εμπνέομαινα εμπνεόμαστε
να εμπνέειςνα εμπνέετενα εμπνέεσαινα εμπνέεστε, να εμπνεόσαστε
να εμπνέεινα εμπνέουν(ε)να εμπνέεταινα εμπνέονται
Aoristνα εμπνεύσωνα εμπνεύσουμε, να εμπνεύσομενα εμπνευστώνα εμπνευστούμε
να εμπνεύσειςνα εμπνεύσετενα εμπνευστείςνα εμπνευστείτε
να εμπνεύσεινα εμπνεύσουν(ε)να εμπνευστείνα εμπνευστούν(ε)
Perfνα έχω εμπνεύσεινα έχουμε εμπνεύσεινα έχω εμπνευστεί
να είμαι εμπνευσμένος, -η
να έχουμε εμπνευστεί
να είμαστε εμπνευσμένοι, -ες
να έχεις εμπνεύσεινα έχετε εμπνεύσεινα έχεις εμπνευστεί
να είσαι εμπνευσμένος, -η
να έχετε εμπνευστεί
να είστε εμπνευσμένοι, -ες
να έχει εμπνεύσεινα έχουν εμπνεύσεινα έχει εμπνευστεί
να είναι εμπνευσμένος, -η, -ο
να έχουν εμπνευστεί
να είναι εμπνευσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέμπνεεεμπνέετεεμπνέεστε
Aoristέμπνευσεεμπνεύσετε, εμπνεύστεεμπνεύσουεμπνευστείτε
Part
izip
Presεμπνέοντας
Perfέχοντας εμπνεύσειεμπνευσμένος, -η, -οεμπνευσμένοι, -ες, -α
InfinAoristεμπνεύσειεμπνευστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback