διαφημίζω Verb  [diafimizo, thiafimizo, diafhmizw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διαφημίζω

διαφημίζω Koine-Griechisch διαφημίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
ausschreiben
ausloben

Grammatik

Grammatik zu διαφημίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαφημίζωδιαφημίζουμε, διαφημίζομεδιαφημίζομαιδιαφημιζόμαστε
διαφημίζειςδιαφημίζετεδιαφημίζεσαιδιαφημίζεστε, διαφημιζόσαστε
διαφημίζειδιαφημίζουν(ε)διαφημίζεταιδιαφημίζονται
Imper
fekt
διαφήμιζαδιαφημίζαμεδιαφημιζόμουν(α)διαφημιζόμαστε, διαφημιζόμασταν
διαφήμιζεςδιαφημίζατεδιαφημιζόσουν(α)διαφημιζόσαστε, διαφημιζόσασταν
διαφήμιζεδιαφήμιζαν, διαφημίζαν(ε)διαφημιζόταν(ε)διαφημίζονταν, διαφημιζόντανε, διαφημιζόντουσαν
Aoristδιαφήμισαδιαφημίσαμεδιαφημίστηκαδιαφημιστήκαμε
διαφήμισεςδιαφημίσατεδιαφημίστηκεςδιαφημιστήκατε
διαφήμισεδιαφήμισαν, διαφημίσαν(ε)διαφημίστηκεδιαφημίστηκαν, διαφημιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαφημίσει
έχω διαφημισμένο
έχουμε διαφημίσει
έχουμε διαφημισμένο
έχω διαφημιστεί
είμαι διαφημισμένος, -η
έχουμε διαφημιστεί
είμαστε διαφημισμένοι, -ες
έχεις διαφημίσει
έχεις διαφημισμένο
έχετε διαφημίσει
έχετε διαφημισμένο
έχεις διαφημιστεί
είσαι διαφημισμένος, -η
έχετε διαφημιστεί
είστε διαφημισμένοι, -ες
έχει διαφημίσει
έχει διαφημισμένο
έχουν διαφημίσει
έχουν διαφημισμένο
έχει διαφημιστεί
είναι διαφημισμένος, -η, -ο
έχουν διαφημιστεί
είναι διαφημισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαφημίσει
είχα διαφημισμένο
είχαμε διαφημίσει
είχαμε διαφημισμένο
είχα διαφημιστεί
ήμουν διαφημισμένος, -η
είχαμε διαφημιστεί
ήμαστε διαφημισμένοι, -ες
είχες διαφημίσει
είχες διαφημισμένο
είχατε διαφημίσει
είχατε διαφημισμένο
είχες διαφημιστεί
ήσουν διαφημισμένος, -η
είχατε διαφημιστεί
ήσαστε διαφημισμένοι, -ες
είχε διαφημίσει
είχε διαφημισμένο
είχαν διαφημίσει
είχαν διαφημισμένο
είχε διαφημιστεί
ήταν διαφημισμένος, -η, -ο
είχαν διαφημιστεί
ήταν διαφημισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαφημίζωθα διαφημίζουμε, θα διαφημίζομεθα διαφημίζομαιθα διαφημιζόμαστε
θα διαφημίζειςθα διαφημίζετεθα διαφημίζεσαιθα διαφημίζεστε, θα διαφημιζόσαστε
θα διαφημίζειθα διαφημίζουν(ε)θα διαφημίζεταιθα διαφημίζονται
Fut
ur
θα διαφημίσωθα διαφημίσουμε, θα διαφημίζομεθα διαφημιστώθα διαφημιστούμε
θα διαφημίσειςθα διαφημίσετεθα διαφημιστείςθα διαφημιστείτε
θα διαφημίσειθα διαφημίσουν(ε)θα διαφημιστείθα διαφημιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαφημίσει
θα έχω διαφημισμένο
θα έχουμε διαφημίσει
θα έχουμε διαφημισμένο
θα έχω διαφημιστεί
θα είμαι διαφημισμένος, -η
θα έχουμε διαφημιστεί
θα είμαστε διαφημισμένοι, -ες
θα έχεις διαφημίσει
θα έχεις διαφημισμένο
θα έχετε διαφημίσει
θα έχετε διαφημισμένο
θα έχεις διαφημιστεί
θα είσαι διαφημισμένος, -η
θα έχετε διαφημιστεί
θα είστε διαφημισμένοι, -ες
θα έχει διαφημίσει
θα έχει διαφημισμένο
θα έχουν διαφημίσει
θα έχουν διαφημισμένο
θα έχει διαφημιστεί
θα είναι διαφημισμένος, -η, -ο
θα έχουν διαφημιστεί
θα είναι διαφημισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαφημίζωνα διαφημίζουμε, να διαφημίζομενα διαφημίζομαινα διαφημιζόμαστε
να διαφημίζειςνα διαφημίζετενα διαφημίζεσαινα διαφημίζεστε, να διαφημιζόσαστε
να διαφημίζεινα διαφημίζουν(ε)να διαφημίζεταινα διαφημίζονται
Aoristνα διαφημίσωνα διαφημίσουμε, να διαφημίσομενα διαφημιστώνα διαφημιστούμε
να διαφημίσειςνα διαφημίσετενα διαφημιστείςνα διαφημιστείτε
να διαφημίσεινα διαφημίσουν(ε)να διαφημιστείνα διαφημιστούν(ε)
Perfνα έχω διαφημίσει
να έχω διαφημισμένο
να έχουμε διαφημίσει
να έχουμε διαφημισμένο
να έχω διαφημιστεί
να είμαι διαφημισμένος, -η
να έχουμε διαφημιστεί
να είμαστε διαφημισμένοι, -ες
να έχεις διαφημίσει
να έχεις διαφημισμένο
να έχετε διαφημίσει
να έχετε διαφημισμένο
να έχεις διαφημιστεί
να είσαι διαφημισμένος, -η
να έχετε διαφημιστεί
να είστε διαφημισμένοι, -ες
να έχει διαφημίσει
να έχει διαφημισμένο
να έχουν διαφημίσει
να έχουν διαφημισμένο
να έχει διαφημιστεί
να είναι διαφημισμένος, -η, -ο
να έχουν διαφημιστεί
να είναι διαφημισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαφήμιζεδιαφημίζετεδιαφημίζεστε
Aoristδιαφήμισεδιαφημίστεδιαφημίσουδιαφημιστείτε
Part
izip
Presδιαφημίζονταςδιαφημιζόμενος
Perfέχοντας διαφημίσει, έχοντας διαφημισμένοδιαφημισμένος, -η, -οδιαφημισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαφημίσειδιαφημιστεί







Griechische Definition zu διαφημίζω

διαφημίζω [δiafimízo] -ομαι : 1. με τη βοήθεια των μέσων μαζικής επικοινωνίας κάνω γνωστή την ύπαρξη ενός οικονομικού αγαθού και προβάλλω τις ιδιότητες και τα πλεονεκτήματά του, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Οι επιχειρήσεις δαπανούν μεγάλα ποσά, για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους. Στην τηλεόραση διαφημίζουν ένα καινούριο απορρυπαντικό / τα καταστήματα που έχουν προσφορές. Θεατρικό έργο που διαφημίστηκε πολύ, για το οποίο έγιναν πολύ καλές κριτικές. || (παθ.) διαφημίζω τα προϊόντα μου ή τις υπηρεσίες που προσφέρω: Οι εταιρείες αυτοκινήτων / τα τουριστικά γραφεία διαφημίζονται πολύ στις εφημερίδες και στα περιοδικά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback