διαφημίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Du hast mich doch schon Schecks ausschreiben sehen. | Σίγουρα με έχεις ξαναδεί να γράφω επιταγές. Übersetzung nicht bestätigt |
Du wirst die Schecks ausschreiben. | Αρνούμαι! -Είναι το μόνο έντιμο και θα το κάνεις, Στάνλει. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich müsste nur eine Anzeige aufgeben... und deinen Job neu ausschreiben, aber ich will fair sein. | Μόνο μια αγγελία να δημοσιεύσω θα βρω πολλούς για τη θέση σου, θέλω όμως να είμαι δίκαιος. Übersetzung nicht bestätigt |
Lasst uns Cain zur Fahndung ausschreiben. | Να εκδόσουμε ένταλμα σύλληψης για τον Κέην. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich lasse sie zur Fahndung ausschreiben. | Θα ενημερώσω και τους άλλους. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ausschreiben |
ausloben |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schreibe aus | ||
du | schreibst aus | |||
er, sie, es | schreibt aus | |||
Präteritum | ich | schrieb aus | ||
Konjunktiv II | ich | schriebe aus | ||
Imperativ | Singular | schreib aus! schreibe aus! | ||
Plural | schreibt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgeschrieben | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausschreiben |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαφημίζω | διαφημίζουμε, διαφημίζομε | διαφημίζομαι | διαφημιζόμαστε |
διαφημίζεις | διαφημίζετε | διαφημίζεσαι | διαφημίζεστε, διαφημιζόσαστε | ||
διαφημίζει | διαφημίζουν(ε) | διαφημίζεται | διαφημίζονται | ||
Imper fekt | διαφήμιζα | διαφημίζαμε | διαφημιζόμουν(α) | διαφημιζόμαστε, διαφημιζόμασταν | |
διαφήμιζες | διαφημίζατε | διαφημιζόσουν(α) | διαφημιζόσαστε, διαφημιζόσασταν | ||
διαφήμιζε | διαφήμιζαν, διαφημίζαν(ε) | διαφημιζόταν(ε) | διαφημίζονταν, διαφημιζόντανε, διαφημιζόντουσαν | ||
Aorist | διαφήμισα | διαφημίσαμε | διαφημίστηκα | διαφημιστήκαμε | |
διαφήμισες | διαφημίσατε | διαφημίστηκες | διαφημιστήκατε | ||
διαφήμισε | διαφήμισαν, διαφημίσαν(ε) | διαφημίστηκε | διαφημίστηκαν, διαφημιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διαφημίσει έχω διαφημισμένο | έχουμε διαφημίσει έχουμε διαφημισμένο | έχω διαφημιστεί είμαι διαφημισμένος, -η | έχουμε διαφημιστεί είμαστε διαφημισμένοι, -ες | |
έχεις διαφημίσει έχεις διαφημισμένο | έχετε διαφημίσει έχετε διαφημισμένο | έχεις διαφημιστεί είσαι διαφημισμένος, -η | έχετε διαφημιστεί είστε διαφημισμένοι, -ες | ||
έχει διαφημίσει έχει διαφημισμένο | έχουν διαφημίσει έχουν διαφημισμένο | έχει διαφημιστεί είναι διαφημισμένος, -η, -ο | έχουν διαφημιστεί είναι διαφημισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα διαφημίσει είχα διαφημισμένο | είχαμε διαφημίσει είχαμε διαφημισμένο | είχα διαφημιστεί ήμουν διαφημισμένος, -η | είχαμε διαφημιστεί ήμαστε διαφημισμένοι, -ες | |
είχες διαφημίσει είχες διαφημισμένο | είχατε διαφημίσει είχατε διαφημισμένο | είχες διαφημιστεί ήσουν διαφημισμένος, -η | είχατε διαφημιστεί ήσαστε διαφημισμένοι, -ες | ||
είχε διαφημίσει είχε διαφημισμένο | είχαν διαφημίσει είχαν διαφημισμένο | είχε διαφημιστεί ήταν διαφημισμένος, -η, -ο | είχαν διαφημιστεί ήταν διαφημισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαφημίζω | θα διαφημίζουμε, | θα διαφημίζομαι | θα διαφημιζόμαστε | |
θα διαφημίζεις | θα διαφημίζετε | θα διαφημίζεσαι | θα διαφημίζεστε, | ||
θα διαφημίζει | θα διαφημίζουν(ε) | θα διαφημίζεται | θα διαφημίζονται | ||
Fut ur | θα διαφημίσω | θα διαφημίσουμε, | θα διαφημιστώ | θα διαφημιστούμε | |
θα διαφημίσεις | θα διαφημίσετε | θα διαφημιστείς | θα διαφημιστείτε | ||
θα διαφημίσει | θα διαφημίσουν(ε) | θα διαφημιστεί | θα διαφημιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαφημίζω | να διαφημίζουμε, | να διαφημίζομαι | να διαφημιζόμαστε |
να διαφημίζεις | να διαφημίζετε | να διαφημίζεσαι | να διαφημίζεστε, | ||
να διαφημίζει | να διαφημίζουν(ε) | να διαφημίζεται | να διαφημίζονται | ||
Aorist | να διαφημίσω | να διαφημίσουμε, | να διαφημιστώ | να διαφημιστούμε | |
να διαφημίσεις | να διαφημίσετε | να διαφημιστείς | να διαφημιστείτε | ||
να διαφημίσει | να διαφημίσουν(ε) | να διαφημιστεί | να διαφημιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διαφημίσει | να έχουμε διαφημίσει | να έχω διαφημιστεί | να έχουμε διαφημιστεί | |
να έχεις διαφημίσει | να έχετε διαφημίσει | να έχεις διαφημιστεί | να έχετε διαφημιστεί | ||
να έχει διαφημίσει | να έχουν διαφημίσει | να έχει διαφημιστεί | να έχουν διαφημιστεί | ||
Imper ativ | Pres | διαφήμιζε | διαφημίζετε | διαφημίζεστε | |
Aorist | διαφήμισε | διαφημίστε | διαφημίσου | διαφημιστείτε | |
Part izip | Pres | διαφημίζοντας | διαφημιζόμενος | ||
Perf | έχοντας διαφημίσει, έχοντας διαφημισμένο | διαφημισμένος, -η, -ο | διαφημισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαφημίσει | διαφημιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.