διαστολή Koine-Griechisch διαστολή altgriechisch διαστολή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ισόθερμη, αδιαβατική διαστολή και συμπίεση, κύκλοι κινητήρα, σταθερός όγκος και σταθερή πίεση, ψύκτες και αντλίες θερμότητας. | Isotherme, adiabatische Ausdehnung und Verdichtung, Motorzyklen, konstantes Volumen und konstante Drücke, Kühlanlagen und Wärmepumpen; Übersetzung bestätigt |
«κινητήρας εξωτερικής καύσης» θερμικός κινητήρας στον οποίο ο θάλαμος καύσης και ο θάλαμος διαστολής είναι φυσικά διαχωρισμένοι και στον οποίο ένα εσωτερικό ρευστό λειτουργίας θερμαίνεται μέσω καύσης σε εξωτερική πηγή: η θερμότητα από την εξωτερική καύση προκαλεί τη διαστολή του εσωτερικού ρευστού λειτουργίας, το οποίο διαστέλλεται και επιδρά στον μηχανισμό του κινητήρα, παράγοντας κίνηση και ωφέλιμο έργο· | durch die bei der externen Verbrennung entstehende Hitze wird das interne Arbeitsmedium ausgedehnt, das dann durch diese Ausdehnung und das Einwirken auf den Mechanismus des Motors Bewegung erzeugt und nutzbare Arbeit verrichtet; Übersetzung bestätigt |
Παράρτημα 9 — Διαδικασία δοκιμών για τη δυναμική διαστολή των ελαστικών επισώτρων | Anhang 9 — Prüfverfahren für die dynamische Ausdehnung der Reifen Übersetzung bestätigt |
Δυναμική διαστολή ελαστικών επισώτρων | Dynamische Ausdehnung des Reifens Übersetzung bestätigt |
Το σύμπαν υπέστη μια εκθετική διαστολή που ονομάζεται πληθωρισμός (inflation). | Dann durchlief das Universum eine Phase exponentieller Ausdehnung, die so genannte Inflation. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Ausweitung |
Expansion |
Ausdehnung |
Zuwachs |
Extension |
Unterscheidung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Ausdehnung | die Ausdehnungen |
Genitiv | der Ausdehnung | der Ausdehnungen |
Dativ | der Ausdehnung | den Ausdehnungen |
Akkusativ | die Ausdehnung | die Ausdehnungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Unterscheidung | die Unterscheidungen |
Genitiv | der Unterscheidung | der Unterscheidungen |
Dativ | der Unterscheidung | den Unterscheidungen |
Akkusativ | die Unterscheidung | die Unterscheidungen |
διαστολή η [δiastolí] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστέλλω. 1. ANT συστολή. α. (φυσ.) αύξηση των διαστάσεων ενός υλικού σώματος με την επίδραση της θερμότητας: διαστολή των στερεών / των υγρών / των αερίων. Γραμμική / επιφανειακή / κυβική διαστολή των στερεών. || διαστολή του χρόνου. || (αστρον.) διαστολή του σύμπαντος, το φαινόμενο της απομάκρυνσης των γαλαξιών. β. (φυσιολ.) αύξηση του όγκου ενός οργάνου του σώματος: διαστολή της κόρης του οφθαλμού / του στομάχου / της μήτρας. Φυσική / τεχνητή διαστολή. || διαστολή των μυών της καρδιάς / των αρτηριών. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.