διαλέγω Verb  [dialego, dialero, thialego, dialegw]

  Verb
(18)
  Verb
(17)
  Verb
(7)
  Verb
(0)

Etymologie zu διαλέγω

διαλέγω altgriechisch διαλέγω διά + λέγω (τακτοποιώ)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διαλέγω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαλέγωδιαλέγουμε, διαλέγομεδιαλέγομαιδιαλεγόμαστε
διαλέγειςδιαλέγετεδιαλέγεσαιδιαλέγεστε, διαλεγόσαστε
διαλέγειδιαλέγουν(ε)διαλέγεταιδιαλέγονται
Imper
fekt
διάλεγαδιαλέγαμεδιαλεγόμουν(α)διαλεγόμαστε, διαλεγόμασταν
διάλεγεςδιαλέγατεδιαλεγόσουν(α)διαλεγόσαστε, διαλεγόσασταν
διάλεγεδιάλεγαν, διαλέγαν(ε)διαλεγόταν(ε)διαλέγονταν, διαλεγόντανε, διαλεγόντουσαν
Aoristδιάλεξαδιαλέξαμεδιαλέχτηκαδιαλεχτήκαμε
διάλεξεςδιαλέξατεδιαλέχτηκεςδιαλεχτήκατε
διάλεξεδιάλεξαν, διαλέξαν(ε)διαλέχτηκεδιαλέχτηκαν, διαλεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαλέξει
έχω διαλεγμένο
έχουμε διαλέξει
έχουμε διαλεγμένο
έχω διαλεχτεί
είμαι διαλεγμένος, -η
έχουμε διαλεχτεί
είμαστε διαλεγμένοι, -ες
έχεις διαλέξει
έχεις διαλεγμένο
έχετε διαλέξει
έχετε διαλεγμένο
έχεις διαλεχτεί
είσαι διαλεγμένος, -η
έχετε διαλεχτεί
είστε διαλεγμένοι, -ες
έχει διαλέξει
έχει διαλεγμένο
έχουν διαλέξει
έχουν διαλεγμένο
έχει διαλεχτεί
είναι διαλεγμένος, -η, -ο
έχουν διαλεχτεί
είναι διαλεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαλέξει
είχα διαλεγμένο
είχαμε διαλέξει
είχαμε διαλεγμένο
είχα διαλεχτεί
ήμουν διαλεγμένος, -η
είχαμε διαλεχτεί
ήμαστε διαλεγμένοι, -ες
είχες διαλέξει
είχες διαλεγμένο
είχατε διαλέξει
είχατε διαλεγμένο
είχες διαλεχτεί
ήσουν διαλεγμένος, -η
είχατε διαλεχτεί
ήσαστε διαλεγμένοι, -ες
είχε διαλέξει
είχε διαλεγμένο
είχαν διαλέξει
είχαν διαλεγμένο
είχε διαλεχτεί
ήταν διαλεγμένος, -η, -ο
είχαν διαλεχτεί
ήταν διαλεγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαλέγωθα διαλέγουμε, θα διαλέγομεθα διαλέγομαιθα διαλεγόμαστε
θα διαλέγειςθα διαλέγετεθα διαλέγεσαιθα διαλέγεστε, θα διαλεγόσαστε
θα διαλέγειθα διαλέγουν(ε)θα διαλέγεταιθα διαλέγονται
Fut
ur
θα διαλέξωθα διαλέξουμε, θα διαλέξομεθα διαλεχτώθα διαλεχτούμε
θα διαλέξειςθα διαλέξετεθα διαλεχτείςθα διαλεχτείτε
θα διαλέξειθα διαλέξουν(ε)θα διαλεχτείθα διαλεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαλέξει
θα έχω διαλεγμένο
θα έχουμε διαλέξει
θα έχουμε διαλεγμένο
θα έχω διαλεχτεί
θα είμαι διαλεγμένος, -η
θα έχουμε διαλεχτεί
θα είμαστε διαλεγμένοι, -ες
θα έχεις διαλέξει
θα έχεις διαλεγμένο
θα έχετε διαλέξει
θα έχετε διαλεγμένο
θα έχεις διαλεχτεί
θα είσαι διαλεγμένος, -η
θα έχετε διαλεχτεί
θα είστε διαλεγμένοι, -ες
θα έχει διαλέξει
θα έχει διαλεγμένο
θα έχουν διαλέξει
θα έχουν διαλεγμένο
θα έχει διαλεχτεί
θα είναι διαλεγμένος, -η, -ο
θα έχουν διαλεχτεί
θα είναι διαλεγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαλέγωνα διαλέγουμε, να διαλέγομενα διαλέγομαινα διαλεγόμαστε
να διαλέγειςνα διαλέγετενα διαλέγεσαινα διαλέγεστε, να διαλεγόσαστε
να διαλέγεινα διαλέγουν(ε)να διαλέγεταινα διαλέγονται
Aoristνα διαλέξωνα διαλέξουμε, να διαλέξομενα διαλεχτώνα διαλεχτούμε
να διαλέξειςνα διαλέξετενα διαλεχτείςνα διαλεχτείτε
να διαλέξεινα διαλέξουν(ε)να διαλεχτείνα διαλεχτούν(ε)
Perfνα έχω διαλέξει
να έχω διαλεγμένο
να έχουμε διαλέξει
να έχουμε διαλεγμένο
να έχω διαλεχτεί
να είμαι διαλεγμένος, -η
να έχουμε διαλεχτεί
να είμαστε διαλεγμένοι, -ες
να έχεις διαλέξει
να έχεις διαλεγμένο
να έχετε διαλέξει
να έχετε διαλεγμένο
να έχεις διαλεχτεί
να είσαι διαλεγμένος, -η
να έχετε διαλεχτεί
να είστε διαλεγμένοι, -ες
να έχει διαλέξει
να έχει διαλεγμένο
να έχουν διαλέξει
να έχουν διαλεγμένο
να έχει διαλεχτεί
να είναι διαλεγμένος, -η, -ο
να έχουν διαλεχτεί
να είναι διαλεγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάλεγεδιαλέγετεδιαλέγεστε
Aoristδιάλεξεδιαλέξτε, διαλέχτεδιαλέξουδιαλεχτείτε
Part
izip
Presδιαλέγοντας
Perfέχοντας διαλέξει, έχοντας διαλεγμένοδιαλεγμένος, -η, -οδιαλεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαλέξειδιαλεχτεί











Griechische Definition zu διαλέγω

διαλέγω [δjaléγo] -ομαι : 1. από ένα σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων αναζητώ και βρίσκω αυτό(ν) που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο: Διάλεξε τα μεγαλύτερα μήλα / ένα πολύ κομψό φόρεμα / ένα βιβλίο κατάλληλο για παιδιά. Διάλεξε την καλύτερη κοπέλα. Mη διαλέγεις άλλο, αποφάσισε επιτέλους. Tον διάλεξαν για μια πολύ καλή θέση, τον επέλεξαν. Διαλέγει τους φίλους του / τα έργα που βλέπει, είναι εκλεκτικός. Ξέρει να διαλέγει, για κπ. που διαλέγει πάντα το καλύτερο. (έκφρ.) είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας / διαλεγμένα ένα κι ένα, είναι εκλεκτοί / εκλεκτά, διαλεχτοί / διαλεχτά. διάλεξε και πάρε, όταν μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει. || ξεδιαλέγω: Θα διαλέξω τα βιβλία που δε χρειάζομαι / τα ρούχα που θέλουν διόρθωμα. Δεν αγόρασα τίποτα, γιατί ήταν όλα διαλεγμένα, είχαν διαλέξει τα καλά και έμειναν τα άχρηστα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback