διαλέγω Verb (17) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Können wir wirklich beruhigt davon ausgehen, dass sich die Regelungen, über die für das Management dieses Verfahrens, bei dem sich jeder das aussuchen kann, was er will, verhandelt wird, in der Praxis bewähren werden und sicherstellen, dass die Gemeinschaftspolitiken auf dem Gebiet der Freiheit, der Sicherheit und des Rechts auch weiterhin einheitlich gehandhabt werden und die erforderlichen Mittel und Instrumente für ihre Durchführung bereitgestellt werden? | Μπορούμε να είμαστε αληθινά ικανοποιημένοι ότι οι υπό διαπραγμάτευση ρυθμίσεις για τη διαχείριση αυτής της προσέγγισης του "διαλέγω και παίρνω" θα αντέξουν και στην πράξη και ότι θα διασφαλίσουν ότι οι κοινές πολιτικές στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης θα συνεχίζουν να χαίρουν της κατάλληλης κοινής αντιμετώπισης και των πλήρων πόρων και μέσων για την υλοποίησή τους; Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
optieren (für) |
aussuchen |
kiesen (Partizip 2 = gekoren) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | suche aus | ||
du | suchst aus | |||
er, sie, es | sucht aus | |||
Präteritum | ich | suchte aus | ||
Konjunktiv II | ich | suchte aus | ||
Imperativ | Singular | suche aus! such aus! | ||
Plural | sucht aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgesucht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aussuchen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαλέγω | διαλέγουμε, διαλέγομε | διαλέγομαι | διαλεγόμαστε |
διαλέγεις | διαλέγετε | διαλέγεσαι | διαλέγεστε, διαλεγόσαστε | ||
διαλέγει | διαλέγουν(ε) | διαλέγεται | διαλέγονται | ||
Imper fekt | διάλεγα | διαλέγαμε | διαλεγόμουν(α) | διαλεγόμαστε, διαλεγόμασταν | |
διάλεγες | διαλέγατε | διαλεγόσουν(α) | διαλεγόσαστε, διαλεγόσασταν | ||
διάλεγε | διάλεγαν, διαλέγαν(ε) | διαλεγόταν(ε) | διαλέγονταν, διαλεγόντανε, διαλεγόντουσαν | ||
Aorist | διάλεξα | διαλέξαμε | διαλέχτηκα | διαλεχτήκαμε | |
διάλεξες | διαλέξατε | διαλέχτηκες | διαλεχτήκατε | ||
διάλεξε | διάλεξαν, διαλέξαν(ε) | διαλέχτηκε | διαλέχτηκαν, διαλεχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαλέγω | θα διαλέγουμε, | θα διαλέγομαι | θα διαλεγόμαστε | |
θα διαλέγεις | θα διαλέγετε | θα διαλέγεσαι | θα διαλέγεστε, | ||
θα διαλέγει | θα διαλέγουν(ε) | θα διαλέγεται | θα διαλέγονται | ||
Fut ur | θα διαλέξω | θα διαλέξουμε, | θα διαλεχτώ | θα διαλεχτούμε | |
θα διαλέξεις | θα διαλέξετε | θα διαλεχτείς | θα διαλεχτείτε | ||
θα διαλέξει | θα διαλέξουν(ε) | θα διαλεχτεί | θα διαλεχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαλέγω | να διαλέγουμε, | να διαλέγομαι | να διαλεγόμαστε |
να διαλέγεις | να διαλέγετε | να διαλέγεσαι | να διαλέγεστε, | ||
να διαλέγει | να διαλέγουν(ε) | να διαλέγεται | να διαλέγονται | ||
Aorist | να διαλέξω | να διαλέξουμε, | να διαλεχτώ | να διαλεχτούμε | |
να διαλέξεις | να διαλέξετε | να διαλεχτείς | να διαλεχτείτε | ||
να διαλέξει | να διαλέξουν(ε) | να διαλεχτεί | να διαλεχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διάλεγε | διαλέγετε | διαλέγεστε | |
Aorist | διάλεξε | διαλέξτε, διαλέχτε | διαλέξου | διαλεχτείτε | |
Part izip | Pres | διαλέγοντας | |||
Perf | έχοντας διαλέξει, έχοντας διαλεγμένο | διαλεγμένος, -η, -ο | διαλεγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαλέξει | διαλεχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.