γηροκομείο Koine-Griechisch γηροκομεῖον
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σε ένα γηροκομείο είναι ένα νοικιασμένο δωμάτιο, όπου λαμβάνει χώρα για τους κατοίκους μία φορά την εβδομάδα, ένα Verschönerungstag. | In einem Altersheim ist ein Raum angemietet, wo für die Bewohner, einmal pro Woche, ein Verschönerungstag stattfindet. Übersetzung nicht bestätigt |
Για μια μονάδα που λειτουργεί με την καύση τεμαχιδίων ξύλου, με την οποία θερμαίνονται σε μια μικρή πόλη, για παράδειγμα, το δημαρχείο, το σχολείο, το θέατρο, το γηροκομείο και το νοσοκομείο, χρειάζονται τρεις, τέσσερις ή ακόμη και πέντε αγρότες για να συλλέξουν τα ξύλα στο δάσος, να τα τεμαχίσουν και να φροντίσουν για τη μεταφορά τους στη μονάδα. | 2.3.8 Für eine Holzhackschnitzelanlage, mit der in einer kleineren Stadt beispielsweise Rathaus, Schulzentrum, Stadthalle, Altersheim, Krankenhaus geheizt wird, werden schnell 3, 4 oder gar 5 Landwirte benötigt, um im Wald das Schwachholz zu gewinnen, zu häckseln und um den Transport in die Anlage zu besorgen. Übersetzung bestätigt |
Mια τέτοια ελάχιστη πλαισίωση θα μπορούσε να ρυθμίσει ορισμένες από τις ακόλουθες πλευρές: τους όρους πρόσβασης στην ποινή αυτή· τη διάρκειά της, ενδεχομένως καθορίζοντας ένα ελάχιστο και/ή ένα μέγιστο όριο· τους όρους που θα επιβληθούν για την εφαρμογή της· το είδος της προς εκτέλεση εργασίας το οποίο, όπως και οι λεπτομέρειες εκτέλεσης της κοινωφελούς εργασίας, θα έπρεπε ενδεχομένως να ποικίλει σε συνάρτηση με το διαπραχθέν αδίκημα (για παράδειγμα εργασία σε νοσοκομείο για κατάδικο που προκάλεσε σημαντικές σωματικές βλάβες ή εργασία σε γηροκομείο για νεαρό κατάδικο που επιτέθηκε σε ηλικιωμένα άτομα)· τους όρους ελέγχου των εν λόγω εναλλακτικών ποινών, καθώς και τις κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των επιβληθέντων όρων για την εφαρμογή τους. | Eine einheitliche Mindestregelung könnte sich zum Teil auf folgende Aspekte erstrecken: die Voraussetzungen für die Verhängung dieser Strafe; die Strafdauer (eventuell Festsetzung einer Mindestund/oder Höchstdauer); die mit ihrer Vollstreckung verbundenen Weisungen und Auflagen; die Art der Arbeitsleistung, die wie die Ausführungsmodalitäten straftatabhängig sein könnte (z. B. Arbeit in einem Krankenhaus, wenn der Täter eine erhebliche Körperverletzung begangen hat, oder Arbeit in einem Altersheim, wenn ein Jugendlicher alte Menschen angegriffen hat); die Aufsichtsmodalitäten sowie die Sanktionen bei Verletzung der mit dieser alternativen Strafe verbundenen Auflagen und Weisungen. Übersetzung bestätigt |
Πραγματικά, δεν αποτελεί κατάλληλη εναλλακτική ποινή για αυτά τα άτομα το να υποχρεωθούν να βοηθήσουν για ένα εικοσιτετράωρο σε ένα γηροκομείο. | Vierundzwanzig Stunden Hilfsarbeiten in einem Altersheim sind für solche Verbrecher keine angemessene, alternative Strafmaßnahme. Übersetzung bestätigt |
Το δέρμα έπρεπε να είναι εντελώς ακριβές, και βρίσκεται επίσης σε ένα γηροκομείο, σε ένα θεραπευτήριο γύρω από άλλους ηλικιωμένους, έπρεπε λοιπόν να δείχνει ακριβώς το ίδιο με τους άλλους. | Die Haut musste perfekt gemacht sein, denn Benjamin ist in einem Altersheim, einem Pflegeheim mit anderen alten Menschen und er musste genau wie die anderen ausschauen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Altersheim | die Altersheime |
Genitiv | des Altersheimes des Altersheims | der Altersheime |
Dativ | dem Altersheim dem Altersheime | den Altersheimen |
Akkusativ | das Altersheim | die Altersheime |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Altenheim | die Altenheime |
Genitiv | des Altenheimes des Altenheims | der Altenheime |
Dativ | dem Altenheim dem Altenheime | den Altenheimen |
Akkusativ | das Altenheim | die Altenheime |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Seniorenheim | die Seniorenheime |
Genitiv | des Seniorenheimes des Seniorenheims | der Seniorenheime |
Dativ | dem Seniorenheim dem Seniorenheime | den Seniorenheimen |
Akkusativ | das Seniorenheim | die Seniorenheime |
γηροκομείο το [jirokomío] : α. κοινωφελές ίδρυμα για την περίθαλψη και τη φροντίδα γερόντων· (πρβ. οίκος ευγηρίας): Ο φόβος του είναι μήπως τα παιδιά του τον κλείσουν στο γηροκομείο. β. (μτφ., ειρ.) για σπίτι όπου ζουν ηλικιωμένοι: Tο σπίτι τους κατάντησε σωστό γηροκομείο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.