{το}  βάζο Subst.  [vazo, bazo]

{die}    Subst.
(402)
{das}    Subst.
(30)
{die}  
Dose (vulg.)
  Subst.
(12)
{das}    Subst.
(2)
{das}    Subst.
(1)

Etymologie zu βάζο

βάζο italienisch vaso lateinisch vasum / vas


GriechischDeutsch
Είδη από τσιμέντο, από σκυρόδεμα ή από τεχνητή πέτρα για μη κατασκευαστικούς σκοπούς (συμπεριλαμβάνονται τα βάζα, τα ανθοδοχεία, τα αρχιτεκτονικά ή κηπουρικά διακοσμητικά στοιχεία, τα αγάλματα και τα διακοσμητικά είδη)Waren aus Zement, Beton oder Kunststein, nicht für Bauzwecke (einschließlich Vasen, Blumentöpfen, Bau-, Gartenoder anderen Zierrats und Statuen)

Übersetzung bestätigt

Είδη από τσιμέντο, από σκυρόδεμα ή από τεχνητή πέτρα για μη κατασκευαστικούς σκοπούς (συμπεριλαμβάνονται τα βάζα, τα ανθοδοχεία, τα αρχιτεκτονικά ή κηπουρικά διακοσμητικά στοιχεία, τα αγάλματα και τα διακοσμητικά είδη)Waren aus Zement, Beton oder Kunststein, nicht für Bauzwecke (einschließlich Vasen, Blumentöpfen, BauGartenoder anderen Zierrats und Statuen)

Übersetzung bestätigt

Στον εν λόγω υποτομέα εντάσσεται η παραγωγή γυάλινων ειδών εστίασης, μαγειρικών σκευών και διακοσμητικών αντικειμένων (μεταξύ άλλων ποτήρια, φλιτζάνια, γαβάθες, πιάτα, σκεύη, βάζα και στολίδια).Dieser Sektor umfasst die Produktion von Tischgeschirr, Kochgeschirr und Dekorationsgegenständen, u.a. Trinkgläser, Tassen, Schüsseln, Teller, Kochgeschirr, Vasen und Schmuck.

Übersetzung bestätigt

Είναι σαν να έχουμε ένα ανεκτίμητης αξίας, εξαιρετικά λεπτό βάζο εκπληκτικής τεχνοτροπίας στα χέρια μας, το οποίο όμως πρέπει να μεταφέρουμε από το σημείο που βρισκόμαστε πάνω σε ένα πολύ ολισθηρό δάπεδο.Für mich ist das so, als müsse man eine unbezahlbare, hauchzarte und überaus kunstfertig hergestellte Vase über einen extrem rutschigen Boden tragen.

Übersetzung bestätigt

Είναι ζωντανός οργανισμός, έκοψα φέτες, και το έβαλα σε βάζο με νερό, κράτησε άλλες δυο εβδομάδες.Es ist ein lebender Organismus, ich schnitt ein Stück ab, steckte es in eine Vase und es hielt noch weitere 2 Wochen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
ανθοδοχείο
δοχείο
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu βάζο

βάζο το [vázo] : α. δοχείο από γυαλί, πηλό, μέταλλο κτλ. ή από πολύτιμες ύλες που χρησιμοποιείται ως ανθοδοχείο ή ως διακοσμητικό: Kινέζικο / αλαβάστρινο βάζο. Έβαλε τα τριαντάφυλλα στο βάζο. β. δοχείο, συνήθ. από γυαλί, που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τροφίμων: βάζο του γλυκού / του βουτύρου. Aφού κρύωσε το γλυκό του κουταλιού, το τοποθέτησε σε βάζα. βαζάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. vaso]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback