αυθεντικός -ή -ό Adj.  [afthentikos -i -o, aythentikos -h -o]

  Adj.
(24)
  Adj.
(18)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Ο χώρος εργασίας του 2020 οφείλει να είναι συνεργατικός, αυθεντικός, προσωπικός, καινοτόμος και βασισμένος στις διαπροσωπικές σχέσεις6.Im Jahre 2020 wird sich der Arbeitsplatz am besten durch folgende Schlagworte charakterisieren lassen: Zusam­menarbeit, authentisch, persönlich, Innovation, soziale Kontakte 6.

Übersetzung bestätigt

Δεύτερον, είναι ευκολότερο να είσαι αυθεντικός εάν δεν λες ότι είσαι αυθεντικός.Zweitens: es ist einfacher authentisch zu sein, wenn Sie nicht sagen, dass Sie es sind.

Übersetzung nicht bestätigt

Τέλος τρίτον, εάν πεις ότι είσαι αυθεντικός καλύτερα να είσαι όντως αυθεντικός.Und Drittens: wenn Sie sagen Sie sind authentisch, dann seien Sie gefälligst authentisch.

Übersetzung nicht bestätigt

Και νομίζω ότι όταν είσαι αυθεντικός, στο τέλος ακολουθείς την καρδιά σου και βάζεις τον εαυτό σου σε μέρη, καταστάσεις και συζητήσεις που σου αρέσουν και απολαμβάνεις.Ich denke, wenn man authentisch ist, folgt man letztendlich seinem Herzen und man wird an Orte und in Situationen und in Unterhaltungen versetzt, die man liebt und daran erfreut.

Übersetzung nicht bestätigt

Και νομίζω ότι πρέπει να είσαι άκρως αυθεντικός, πρέπει να είσαι πραγματικά αληθινός στον εαυτό σου, προκειμένου να ξεπεράσεις όλα αυτά στα οποία εκτίθεσαι.Und ich denke, dass man sehr authentisch sein muss, dass man sich seiner selbst treu sein muss, um mit dem fertig zu werden, was auf einen einströmt.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • αυθεντικός (maskulin)
  • αυθεντική (feminin)
  • αυθεντικό (neutrum)


Griechische Definition zu αυθεντικός -ή -ό

αυθεντικός, επίθ.· αφέντικος· αφεντικός.

1)
α) Που ανήκει ή αναφέρεται στον αφέντη, στον άρχοντα:
ίππον τινά εκ των αυθεντικών (Ψευδο-Σφρ. 5689
β) ηγεμονικός, μεγαλοπρεπής:
αφεντικόν κανίσκιν (Mαχ. 10822
γ) εξαιρετικός:
άλογον αφεντικόν (Tάξ. Πόρτ. 98).
2) Σουλτανικός:
πορευθέντες μετά αυθεντικού ορισμού (Έκθ. χρον. 4717).
3) Που έχει κυριαρχικά δικαιώματα, κυριαρχικός:
με την εκλαμπροτάτην και εξοχωτάτην του Γερουσίαν ως αυθεντικήν οπού την έχουν (Iερόθ. Aββ. 336).
4) Που ανήκει στην εξουσία, κρατικός, δημόσιος:
στες πόρτες τες αυθεντικές με προσοχή εθωρούσαν (Λίμπον. 250
εποίησε τον άπαντα βίον … τον της εκκλησίας αυθεντικόν (Έκθ. χρον. 4617).
Tο ουδ. αφεντικό ως ουσ. = ο ανώτατος άρχοντας:
(Σουμμ., Pεμπελ. 166).
[μτγν. επίθ. αυθεντικός. O τ. αφε‑ και σήμ. ιδιωμ. Tο ουδ. αφεντικό και σήμ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback