απολύω Verb  [apolio, apolyw]

  Verb
(3)
  Verb
(2)

Etymologie zu απολύω

1,2,3 απολύω altgriechisch ἀπολύω ἀπό + λύω (Lehnbedeutung) deutsch entlassen


GriechischDeutsch
Να πρέπει να ζητήσω βοήθεια από τον σύζυγό μου, επειδή είμαι χάλια, και είμαστε νιόπαντροι· να αρχίζω το σεξ με τον σύζυγό μου· να αρχίζω το σεξ με την σύζυγό μου· να με απορρίπτουν· να ζητώ από κάποιον να βγούμε· να περιμένω απάντηση από το γιατρό· να με έχουν απολύσει, να απολύω άλλους -αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε.Meinen Ehemann um Hilfe bitten zu müssen, weil ich krank bin und wir frisch verheiratet sind; Sex mit meinem Ehemann initiieren; Sex mit meiner Ehefrau initiieren; abgelehnt werden; jemanden einladen mit einem auszugehen; auf den Rückruf des Arztes warten; entlassen werden; Leute entlassen -das ist die Welt, in der wir leben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu απολύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απολύωαπολύουμε, απολύομεαπολύομαιαπολυόμαστε
απολύειςαπολύετεαπολύεσαιαπολύεστε, απολυόσαστε
απολύειαπολύουν(ε)απολύεταιαπολύονται
Imper
fekt
απέλυααπολύαμεαπολυόμουν(α)απολυόμαστε
απέλυεςαπολύατεαπολυόσουν(α)απολυόσαστε
απέλυεαπέλυαν, απολύαν(ε)απολυόταν(ε)απολύονταν
Aoristαπέλυσα, απόλυσααπολύσαμεαπολύθηκααπολυθήκαμε
απέλυσες, απόλυσεςαπολύσατεαπολύθηκεςαπολυθήκατε
απέλυσε, απόλυσεαπέλυσαν, απολύσαν(ε)απολύθηκεαπολύθηκαν, απολυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απολύσει
έχω απολυμένο
έχουμε απολύσει
έχουμε απολυμένο
έχω απολυθεί
είμαι απολυμένος, -η
έχουμε απολυθεί
είμαστε απολυμένοι, -ες
έχεις απολύσει
έχεις απολυμένο
έχετε απολύσει
έχετε απολυμένο
έχεις απολυθεί
είσαι απολυμένος, -η
έχετε απολυθεί
είστε απολυμένοι, -ες
έχει απολύσει
έχει απολυμένο
έχουν απολύσει
έχουν απολυμένο
έχει απολυθεί
είναι απολυμένος, -η, -ο
έχουν απολυθεί
είναι απολυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απολύσει
είχα απολυμένο
είχαμε απολύσει
είχαμε απολυμένο
είχα απολυθεί
ήμουν απολυμένος, -η
είχαμε απολυθεί
ήμαστε απολυμένοι, -ες
είχες απολύσει
είχες απολυμένο
είχατε απολύσει
είχατε απολυμένο
είχες απολυθεί
ήσουν απολυμένος, -η
είχατε απολυθεί
ήσαστε απολυμένοι, -ες
είχε απολύσει
είχε απολυμένο
είχαν απολύσει
είχαν απολυμένο
είχε απολυθεί
ήταν απολυμένος, -η, -ο
είχαν απολυθεί
ήταν απολυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απολύωθα απολύουμε, θα απολύομεθα απολύομαιθα απολυόμαστε
θα απολύειςθα απολύετεθα απολύεσαιθα απολύεστε θα απολυόσαστε
θα απολύειθα απολύουν(ε)θα απολύεταιθα απολύονται
Fut
ur
θα απολύσωθα απολύσουμε, θα απολύσομεθα απολυθώθα απολυθούμε
θα απολύσειςθα απολύσετεθα απολυθείςθα απολυθείτε
θα απολύσειθα απολύσουν(ε)θα απολυθείθα απολυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απολύσει
θα έχω απολυμένο
θα έχουμε απολύσει
θα έχουμε απολυμένο
θα έχω απολυθεί
θα είμαι απολυμένος, -η
θα έχουμε απολυθεί
θα είμαστε απολυμένοι, -ες
θα έχεις απολύσει
θα έχεις απολυμένο
θα έχετε απολύσει
θα έχετε απολυμένο
θα έχεις απολυθεί
θα είσαι απολυμένος, -η
θα έχετε απολυθεί
θα είστε απολυμένοι, -ες
θα έχει απολύσει
θα έχει απολυμένο
θα έχουν απολύσει
θα έχουν απολυμένο
θα έχει απολυθεί
θα είναι απολυμένος, -η, -ο
θα έχουν απολυθεί
θα είναι απολυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απολύωνα απολύουμε, να απολύομενα απολύομαινα απολυόμαστε
να απολύειςνα απολύετενα απολύεσαινα απολύεστε, να απολυόσαστε
να απολύεινα απολύουν(ε)να απολύεταινα απολύονται
Aoristνα απολύσωνα απολύσουμε, να απολύσομενα απολυθώνα απολυθούμε
να απολύσειςνα απολύσετενα απολυθείςνα απολυθείτε
να απολύσεινα απολύσουν(ε)να απολυθείνα απολυθούν(ε)
Perfνα έχω απολύσει
να έχω απολυμένο
να έχουμε απολύσει
να έχουμε απολυμένο
να έχω απολυθεί
να είμαι απολυμένος, -η
να έχουμε απολυθεί
να είμαστε απολυμένοι, -ες
να έχεις απολύσει
να έχεις απολυμένο
να έχετε απολύσει
να έχετε απολυμένο
να έχεις απολυθεί
να είσαι απολυμένος, -η
να έχετε απολυθεί
να είστε απολυμένοι, -ες
να έχει απολύσει
να έχει απολυμένο
να έχουν απολύσει
να έχουν απολυμένο
να έχει απολυθεί
να είναι απολυμένος, -η, -ο
να έχουν απολυθεί
να είναι απολυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπόλυεαπολύετεαπολύεστε
Aoristαπόλυσεαπολύσετε, απολύστεαπολύσουαπολυθείτε
Part
izip
Presαπολύοντας
Perfέχοντας απολύσει, έχοντας απολυμένοαπολυμένος, -η, -οαπολυμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπολύσειαπολυθεί







Griechische Definition zu απολύω

απολύω [apolío] -ομαι Ρ αόρ. απέλυσα και (σπάν.) απόλυσα, απαρέμφ. απολύσει, παθ. αόρ. απολύθηκα, απαρέμφ. απολυθεί, μππ. απολυμένος : 1.διακόπτω την εργασιακή σχέση κάποιου, τον παύω από την εργασία ή από την υπηρεσία του: απολύω έναν εργαζόμενο / υπάλληλο, τον σταματώ, τον διώχνω. H εταιρεία απέλυσε τους πρωταίτιους της απεργίας. Aπολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας. Οι εποχιακοί υπάλληλοι απολύονται μετά τη λήξη της σύμβασής τους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback