entlassen
 Verb

απολύω Verb
(3)
αποφυλακίζω Verb
(1)
παύω Verb
(0)
αποτάσσω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Meinen Ehemann um Hilfe bitten zu müssen, weil ich krank bin und wir frisch verheiratet sind; Sex mit meinem Ehemann initiieren; Sex mit meiner Ehefrau initiieren; abgelehnt werden; jemanden einladen mit einem auszugehen; auf den Rückruf des Arztes warten; entlassen werden; Leute entlassen -das ist die Welt, in der wir leben.Να πρέπει να ζητήσω βοήθεια από τον σύζυγό μου, επειδή είμαι χάλια, και είμαστε νιόπαντροι· να αρχίζω το σεξ με τον σύζυγό μου· να αρχίζω το σεξ με την σύζυγό μου· να με απορρίπτουν· να ζητώ από κάποιον να βγούμε· να περιμένω απάντηση από το γιατρό· να με έχουν απολύσει, να απολύω άλλους -αυτός είναι ο κόσμος που ζούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
entladen
entlassen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απολύωαπολύουμε, απολύομεαπολύομαιαπολυόμαστε
απολύειςαπολύετεαπολύεσαιαπολύεστε, απολυόσαστε
απολύειαπολύουν(ε)απολύεταιαπολύονται
Imper
fekt
απέλυααπολύαμεαπολυόμουν(α)απολυόμαστε
απέλυεςαπολύατεαπολυόσουν(α)απολυόσαστε
απέλυεαπέλυαν, απολύαν(ε)απολυόταν(ε)απολύονταν
Aoristαπέλυσα, απόλυσααπολύσαμεαπολύθηκααπολυθήκαμε
απέλυσες, απόλυσεςαπολύσατεαπολύθηκεςαπολυθήκατε
απέλυσε, απόλυσεαπέλυσαν, απολύσαν(ε)απολύθηκεαπολύθηκαν, απολυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απολύσει
έχω απολυμένο
έχουμε απολύσει
έχουμε απολυμένο
έχω απολυθεί
είμαι απολυμένος, -η
έχουμε απολυθεί
είμαστε απολυμένοι, -ες
έχεις απολύσει
έχεις απολυμένο
έχετε απολύσει
έχετε απολυμένο
έχεις απολυθεί
είσαι απολυμένος, -η
έχετε απολυθεί
είστε απολυμένοι, -ες
έχει απολύσει
έχει απολυμένο
έχουν απολύσει
έχουν απολυμένο
έχει απολυθεί
είναι απολυμένος, -η, -ο
έχουν απολυθεί
είναι απολυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απολύσει
είχα απολυμένο
είχαμε απολύσει
είχαμε απολυμένο
είχα απολυθεί
ήμουν απολυμένος, -η
είχαμε απολυθεί
ήμαστε απολυμένοι, -ες
είχες απολύσει
είχες απολυμένο
είχατε απολύσει
είχατε απολυμένο
είχες απολυθεί
ήσουν απολυμένος, -η
είχατε απολυθεί
ήσαστε απολυμένοι, -ες
είχε απολύσει
είχε απολυμένο
είχαν απολύσει
είχαν απολυμένο
είχε απολυθεί
ήταν απολυμένος, -η, -ο
είχαν απολυθεί
ήταν απολυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απολύωθα απολύουμε, θα απολύομεθα απολύομαιθα απολυόμαστε
θα απολύειςθα απολύετεθα απολύεσαιθα απολύεστε θα απολυόσαστε
θα απολύειθα απολύουν(ε)θα απολύεταιθα απολύονται
Fut
ur
θα απολύσωθα απολύσουμε, θα απολύσομεθα απολυθώθα απολυθούμε
θα απολύσειςθα απολύσετεθα απολυθείςθα απολυθείτε
θα απολύσειθα απολύσουν(ε)θα απολυθείθα απολυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απολύσει
θα έχω απολυμένο
θα έχουμε απολύσει
θα έχουμε απολυμένο
θα έχω απολυθεί
θα είμαι απολυμένος, -η
θα έχουμε απολυθεί
θα είμαστε απολυμένοι, -ες
θα έχεις απολύσει
θα έχεις απολυμένο
θα έχετε απολύσει
θα έχετε απολυμένο
θα έχεις απολυθεί
θα είσαι απολυμένος, -η
θα έχετε απολυθεί
θα είστε απολυμένοι, -ες
θα έχει απολύσει
θα έχει απολυμένο
θα έχουν απολύσει
θα έχουν απολυμένο
θα έχει απολυθεί
θα είναι απολυμένος, -η, -ο
θα έχουν απολυθεί
θα είναι απολυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απολύωνα απολύουμε, να απολύομενα απολύομαινα απολυόμαστε
να απολύειςνα απολύετενα απολύεσαινα απολύεστε, να απολυόσαστε
να απολύεινα απολύουν(ε)να απολύεταινα απολύονται
Aoristνα απολύσωνα απολύσουμε, να απολύσομενα απολυθώνα απολυθούμε
να απολύσειςνα απολύσετενα απολυθείςνα απολυθείτε
να απολύσεινα απολύσουν(ε)να απολυθείνα απολυθούν(ε)
Perfνα έχω απολύσει
να έχω απολυμένο
να έχουμε απολύσει
να έχουμε απολυμένο
να έχω απολυθεί
να είμαι απολυμένος, -η
να έχουμε απολυθεί
να είμαστε απολυμένοι, -ες
να έχεις απολύσει
να έχεις απολυμένο
να έχετε απολύσει
να έχετε απολυμένο
να έχεις απολυθεί
να είσαι απολυμένος, -η
να έχετε απολυθεί
να είστε απολυμένοι, -ες
να έχει απολύσει
να έχει απολυμένο
να έχουν απολύσει
να έχουν απολυμένο
να έχει απολυθεί
να είναι απολυμένος, -η, -ο
να έχουν απολυθεί
να είναι απολυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπόλυεαπολύετεαπολύεστε
Aoristαπόλυσεαπολύσετε, απολύστεαπολύσουαπολυθείτε
Part
izip
Presαπολύοντας
Perfέχοντας απολύσει, έχοντας απολυμένοαπολυμένος, -η, -οαπολυμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπολύσειαπολυθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παύωπαύουμε, παύομεπαύομαιπαυόμαστε
παύειςπαύετεπαύεσαιπαύεστε, παυόσαστε
παύειπαύουν(ε)παύεταιπαύονται
Imper
fekt
έπαυαπαύαμεπαυόμουν(α)παυόμαστε, παυόμασταν
έπαυεςπαύατεπαυόσουν(α)παυόσαστε, παυόσασταν
έπαυεέπαυαν, παύαν(ε)παυόταν(ε)παύονταν, παυόντανε, παυόντουσαν
Aoristέπαψα, έπαυσαπάψαμε, παύσαμεπαύτηκα, παύθηκαπαυτήκαμε, παυθήκαμε
έπαψες, έπαυσεςπάψατε, παύσατεπαύτηκες, παύθηκεςπαυτήκατε, παυθήκατε
έπαψε, έπαυσεέπαψαν, πάψαν(ε)
έπαυσαν, παύσαν(ε)
παύτηκε, παύθηκεπαύτηκαν, παυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πάψει
έχω παύσει
έχουμε πάψει
έχουμε παύσει
έχω παυτεί
έχω παυθεί
έχουμε παυτεί
έχουμε παυθεί
έχεις πάψει
έχεις παύσει
έχετε πάψει
έχετε παύσει
έχεις παυτεί
έχεις παυθεί
έχετε παυτεί
έχετε παυθεί
έχει πάψει
έχει παύσει
έχουν πάψει
έχουν παύσει
έχει παυτεί
έχει παυθεί
έχουν παυτεί
έχουν παυθεί
Plu
per
fekt
είχα πάψει
είχα παύσει
είχαμε πάψει
είχαμε παύσει
είχα παυτεί
είχα παυθεί
είχαμε παυτεί
είχαμε παυθεί
είχες πάψει
είχες παύσει
είχατε πάψει
είχατε παύσει
είχες παυτεί
είχες παυθεί
είχατε παυτεί
είχατε παυθεί
είχε πάψει
είχε παύσει
είχαν πάψει
είχαν παύσει
είχε παυτεί
είχε παυθεί
είχαν παυτεί
είχαν παυθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παύωθα παύουμε, θα παύομεθα παύομαιθα παυόμαστε
θα παύειςθα παύετεθα παύεσαιθα παύεστε, θα παυόσαστε
θα παύειθα παύουν(ε)θα παύεταιθα παύονται
Fut
ur
θα πάψω, θα παύσωθα πάψουμε, θα πάψομε
θα παύσουμε, θα παύσομε
θα παυτώ, θα παυθώθα παυτούμε, θα παυθούμε
θα πάψεις, θα παύσειςθα πάψετε, θα παύσετεθα παυτείς, θα παυθείςθα παυτείτε, θα παυθείτε
θα πάψει, θα παύσειθα πάψουν(ε), θα παύσουν(ε)θα παυτεί, θα παυθείθα παυτούν(ε), θα παυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πάψει
θα έχω παύσει
θα έχουμε πάψει
θα έχουμε παύσει
θα έχω παυτεί
θα έχω παυθεί
θα έχουμε παυτεί
θα έχουμε παυθεί
θα έχεις πάψει
θα έχεις παύσει
θα έχετε πάψει
θα έχετε παύσει
θα έχεις παυτεί
θα έχεις παυθεί
θα έχετε παυτεί
θα έχετε παυθεί
θα έχει πάψει
θα έχει παύσει
θα έχουν πάψει
θα έχουν παύσει
θα έχει παυτεί
θα έχει παυθεί
θα έχουν παυτεί
θα έχουν παυθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παύωνα παύουμε, να παύομενα παύομαινα παυόμαστε
να παύειςνα παύετενα παύεσαινα παύεστε, να παυόσαστε
να παύεινα παύουν(ε)να παύεταινα παύονται
Aoristνα πάψω, να παύσωνα πάψουμε, να πάψομε
να παύσουμε, να παύσομε
να παυτώ, να παυθώνα παυτούμε, να παυθούμε
να πάψεις, να παύσειςνα πάψετε, να παύσετενα παυτείς, να παυθείςνα παυτείτε, να παυθείτε
να πάψει, να παύσεινα πάψουν(ε), να παύσουν(ε)να παυτεί, να παυθείνα παυτούν(ε), να παυθούν(ε)
Perfνα έχω πάψει
να έχω παύσει
να έχουμε πάψει
να έχουμε παύσει
να έχω παυτεί
να έχω παυθεί
να έχουμε παυτεί
να έχουμε παυθεί
να έχεις πάψει
να έχεις παύσει
να έχετε πάψει
να έχετε παύσει
να έχεις παυτεί
να έχεις παυθεί
να έχετε παυτεί
να έχετε παυθεί
να έχει πάψει
να έχει παύσει
να έχουν πάψει
να έχουν παύσει
να έχει παυτεί
να έχει παυθεί
να έχουν παυτεί
να έχουν παυθεί
Imper
ativ
Presπαύεπαύετεπαύεστε
Aoristπάψε, παύσεπάψτε, πάψετε
παύστε, παύσετε
παύσουπαυτείτε, παυθείτε
Part
izip
Presπαύονταςπαυόμενος
Perfέχοντας πάψει, έχοντας παύσει
InfinAoristπάψει, παύσειπαυτεί, παυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback