αποθήκη από + θήκη
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η μονάδα μέτρησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 826/2008 είναι η «παρτίδα αποθεματοποίησης» η οποία αντιστοιχεί στην ποσότητα του προϊόντος που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, το οποίο ζυγίζει τουλάχιστον ένα τόνο, έχει ομοιογενή σύνθεση και ποιότητα, έχει παραχθεί σε ένα μόνο εργοστάσιο, έχει τεθεί σε αποθεματοποίηση την ίδια ημέρα σε μια μόνο αποθήκη. | Die in Artikel 16 Absatz 2 Buchstabe c der Verordnung (EG) Nr. 826/2008 genannte Maßeinheit ist die „Lagerpartie“, die der Menge des unter die vorliegende Verordnung fallenden Erzeugnisses entspricht, die mindestens eine Tonne wiegt, von homogener Zusammensetzung und Qualität ist, in einem einzigen Betrieb hergestellt und an einem einzigen Tag in einem einzigen Lagerhaus eingelagert wurde. Übersetzung bestätigt |
Μπορεί να προβλέπεται ότι μετά τη λήξη περιόδου αποθεματοποίησης δύο μηνών, ο συμβαλλόμενος μπορεί να αποσύρει το σύνολο ή μέρος της ποσότητας των προϊόντων μιας συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά τουλάχιστον 5 τόνους ανά συμβαλλόμενο και ανά χώρος αποθήκευσης ή, εφόσον η διαθέσιμη ποσότητα είναι μικρότερη από 5 τόνους, το σύνολο της συμβατικής ποσότητας σε έναν αποθηκευτικό χώρο, υπό τον όρο ότι σε 60 ημέρες μετά την ημέρα εξόδου από την αποθήκη, πληρούται ένας από τους ακόλουθους όρους: | Nach Ablauf von zwei Monaten Lagerzeit kann der Vertragsnehmer die unter Vertrag stehende Erzeugnismenge ganz oder teilweise, mindestens aber 5 Tonnen je Vertragsnehmer und Lagerhaus, oder — falls weniger als 5 Tonnen vorhanden sind — die gesamte in einem Lagerhaus unter Vertrag stehende Erzeugnismenge unter der Bedingung auslagern, dass die Erzeugnisse binnen 60 Tagen nach der Auslagerung Übersetzung bestätigt |
Το συμβαλλόμενο μέρος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο διαχειριστής του χώρου αποθήκευσης, διατηρεί λογιστική αποθήκης, διαθέσιμη στην αποθήκη, ανά αριθμό σύμβασης: | Der Vertragsnehmer oder gegebenenfalls der Lagerhausbetreiber führt eine am Lagerhaus verfügbare Bestandsbuchhaltung, aus der je Vertragsnummer Folgendes ersichtlich ist: Übersetzung bestätigt |
αφορούν ποσότητα τουλάχιστον πέντε τόνων ή, αν η ποσότητα που είναι διαθέσιμη σε μια ψυκτική αποθήκη είναι μικρότερη από πέντε τόνους, τη διαθέσιμη ποσότητα· | es eine Menge von mindestens fünf Tonnen betrifft. Ist jedoch die in einem Lagerhaus verfügbare Menge geringer, so stellt die verfügbare Menge die Mindestmenge für das Angebot dar; Übersetzung bestätigt |
Η διατήρηση της προσφοράς μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προσφορών, η παράδοση του βουτύρου στη ψυκτική αποθήκη που έχει υποδείξει ο αρμόδιος οργανισμός εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και η τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού συνιστούν πρωτογενείς απαιτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85. | Die Aufrechterhaltung des Angebots nach Ablauf der Frist für die Einreichung der Angebote, die Lieferung der Butter zu dem von der zuständigen Stelle bezeichneten Lagerhaus innerhalb der Frist gemäß Artikel 18 Absatz 3 der vorliegenden Verordnung und die Erfüllung der Anforderungen des Artikels 2 der vorliegenden Verordnung sind Hauptpflichten im Sinne des Artikels 20 der Verordnung (EWG) Nr. 2220/85. Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Lagerhaus | die Lagerhäuser |
Genitiv | des Lagerhauses | der Lagerhäuser |
Dativ | dem Lagerhaus dem Lagerhause | den Lagerhäusern |
Akkusativ | das Lagerhaus | die Lagerhäuser |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Lagerhalle | die Lagerhallen |
Genitiv | der Lagerhalle | der Lagerhallen |
Dativ | der Lagerhalle | den Lagerhallen |
Akkusativ | die Lagerhalle | die Lagerhallen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Abstellkammer | die Abstellkammern |
Genitiv | der Abstellkammer | der Abstellkammern |
Dativ | der Abstellkammer | den Abstellkammern |
Akkusativ | die Abstellkammer | die Abstellkammern |
αποθήκη η [apoθíki] : 1.κλειστός, ασφαλής χώρος (συνήθ. κτίσμα), κατάλληλος για τη φύλαξη ή τη διατήρηση εμπορευμάτων, τροφίμων και γενικά διάφορων υλικών, που θα διατεθούν, θα χρησιμοποιηθούν ή θα καταναλωθούν σε απώτερο, σε μελλοντικό χρόνο: αποθήκη τροφίμων / εμπορευμάτων / υλικού / οπλισμού / φαρμάκων. || Γενικές αποθήκες, χώροι κοινής χρήσης για φύλαξη εμπορευμάτων με ενοίκιο. || αποθήκη αμαξοστοιχίας, ειδικό βαγόνι τρένου για τη μεταφορά αποσκευών. || Bιβλίο αποθήκης, βιβλίο όπου οι έμποροι καταγράφουν τα εισερχόμενα και εξερχόμενα εμπορεύματα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.