ανεξάρτητος -η -ο Adj.  [aneksartitos -i -o, aneksarthtos -h -o]

  Adj.
(341)
  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
Το κριτήριο «ανεξάρτητος από βιομηχανικά, εμπορικά και επιχειρηματικά ή άλλου είδους συγκρουόμενα συμφέροντα» αναφέρεται σε τρεις πτυχές που πρέπει να καλυφθούν από τον οργανισμό του υποψηφίου:Das Kriterium „unabhängig von Industrie-, Handelsund Geschäftsoder sonstigen konkurrierenden Interessen“ bezieht sich auf drei Aspekte, die alle vom Antragsteller zu erfüllen sind:

Übersetzung bestätigt

είναι οργανωμένος κατά τρόπον ώστε να είναι ανεξάρτητος από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης τους οποίους αξιολογεί και από εμπορικές πιέσεις, και να διασφαλίζει ότι δεν υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης·Sie ist so organisiert, dass sie sowohl unabhängig von den die sie begutachtet, als auch frei von kommerziellen Einflüssen ist und dass es zu keinerlei Interessenkonflikten mit den kommt;

Übersetzung bestätigt

Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει υπόλογο, ο οποίος υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και είναι λειτουργικά ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του.Der Verwaltungsrat ernennt einen Rechnungsführer, der dem Statut unterliegt und der seinen Aufgaben funktional unabhängig nachkommt.

Übersetzung bestätigt

Χρόνος ημίσειας ζωής: (t0,5) είναι ο χρόνος που χρειάζεται προκειμένου να υδρολυθεί το 50 % της ελεγχόμενης ουσίας, όταν η αντίδραση μπορεί να περιγραφεί από κινητική πρώτης τάξεως· είναι ανεξάρτητος από τη συγκέντρωση.Halbwertszeit: (t0,5) bezeichnet die Zeitdauer für eine 50 %ige Hydrolyse einer Testsubstanz, wenn die Reaktion durch Kinetik erster Ordnung beschrieben werden kann: Sie ist von der Konzentration unabhängig.

Übersetzung bestätigt

Ο Οργανισμός διοικείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του, ο οποίος είναι απολύτως ανεξάρτητος κατά την άσκηση των καθηκόντων του.Die Agentur wird von ihrem Exekutivdirektor geleitet, der in der Wahrnehmung seiner Aufgaben völlig unabhängig ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • ανεξάρτητος (maskulin)
  • ανεξάρτητη (feminin)
  • ανεξάρτητο (neutrum)


Griechische Definition zu ανεξάρτητος -η -ο

ανεξάρτητος -η -ο [aneksártitos] : 1.που δεν εξαρτάται από άλλον ή άλλο, που δεν έχει κάποια σχέση εξάρτησης. α. (για πρόσ.) που η δραστηριότητά του, η συμπεριφορά του κτλ. δεν επηρεάζεται, δεν καθορίζεται από κτ. άλλο ή από κάποιον άλλον: Είναι ανεξάρτητος -η -ο και κάνει ό,τι θέλει. Είναι οικονομικά ανεξάρτητος -η -ο και ξοδεύει όσα θέλει. || που δεν έχει οικογενειακές ή άλλες δεσμεύσεις: Γυναίκα ανεξάρτητη. β. (για χώρα, κράτος, οργανισμό κτλ.) που η λειτουργία του δεν επηρεάζεται ή δεν κατευθύνεται από άλλον: Aνεξάρτητη και ελεύθερη χώρα. Kυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. ανεξάρτητος -η -ο οικονομικά και διοικητικά οργανισμός. Aνεξάρτητη και αδέσμευτη εφημερίδα. H εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το κράτος. H νομοθετική εξουσία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική. γ. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.): Aνεξάρτητη γνώμη. Aνεξάρτητη πολιτική. Aνεξάρτητη, μποέμικη ζωή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback