{die} Langeweile (ugs.) Subst.(42) |
ανία altgriechisch ἀνία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Όταν περνούν λιγότερο χρόνο ή δεν έχουν καθόλου πρόσβαση σε βοσκότοπους, θα πρέπει να τους παρέχεται πρόσθετη χονδραλεσμένη ζωοτροφή, ώστε να παρατείνεται ο χρόνος που περνούν τρώγοντας κ. να νιώθουν λιγότερη ανία. | Werden Equiden ohne oder mit sehr wenig Weidegang gehalten, so sollte zusätzliches Raufutter zur Verfügung stehen, damit sich die Tiere länger mit dem Fressen beschäftigen können und so die Langeweile reduziert wird. Übersetzung bestätigt |
Πολλοί δε εξ αυτών θεωρούν την "ανία" ως έναν από τους λόγους που τους ωθούν στην εκ νέου εξάρτησή τους από τις παράνομες ουσίες, μετά την αποθεραπεία τους. | Viele geben Langeweile als Grund für ihren Rückfall in die Drogenabhängigkeit nach einer Zeit des "Clean-Seins" an. Übersetzung bestätigt |
Άλλες εφαρμογές αυτής της τεχνολογίας χρησιμοποιούνται στο χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ ερευνητικό έργο BrainAble, το οποίο επίσης βοηθά τους ανθρώπους με αναπηρία στη βελτίωση της άμεσης όσο και της έμμεσης αλληλεπίδρασης με συσκευές, χάρη σε αισθητήρες εμφυτευμένους στον εγκέφαλο, που είναι ικανοί να μετρούν συναισθήματα όπως η ανία, η σύγχυση, η απογοήτευση ή ο κατακλυσμός πληροφοριών. | Weitere Anwendungen dieser Technologie werden im Rahmen des von der EU geförderten Projekts BrainAble genutzt, das ebenfalls Menschen mit Behinderungen unterstützt, indem es mithilfe von Gehirnsensoren, die Empfindungen wie Langeweile, Verwirrung, Frustration oder Überlastung mit Informationen messen, sowohl die direkte als auch die indirekte Interaktion mit Geräten erleichtert. Übersetzung bestätigt |
"Μου έσωσε από ανία," απάντησε, χασμουρητό. | "Es hat mich gerettet aus Langeweile", antwortete er gähnend. Übersetzung nicht bestätigt |
Δυστυχώς, τα οικονομικά συχνά αντιμετωπίζονται με σύγχυση και ανία. | Leider wird die Ökonomie oft mit Verwirrung und Langeweile betrachtet. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
βαρεμάρα |
μονοτονία |
πλήξη |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ανιαρός -ή -ό |
ανίατος |
ανίατος -η -ο |
ανία η [anía] : δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουργείται από την έλλειψη ενδιαφέρουσας απασχόλησης ή από τη μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων, γεγονότων, πράξεων· πλήξη, βαρεμάρα: Συχνά αισθάνομαι αφόρητη ανία. H συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων. H έλλειψη δημιουργικής απασχόλησης προκαλεί ανία και πλήξη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.