{η}  ακαμψία Subst.  [akampsia]

(61)
(27)
{die}    Subst.
(7)

Etymologie zu ακαμψία

ακαμψία α- (στερητικό) + κάμψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


GriechischDeutsch
10.7 Η ακαμψία που χαρακτηρίζει σήμερα τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες συνιστά μεγάλο εμπόδιο για την κυκλική μετανάστευση.10.7 Die derzeitige Starrheit der europäischen Rechtsvorschriften stellt ein großes Hindernis für die zirkuläre Migration dar.

Übersetzung bestätigt

3.3.4 Η τεράστια ανάγκη για ασφαλείς και ευέλικτες δραστηριότητες και θέσεις απασχόλησης στους τομείς της μετάδοσης, της διαμεσολάβησης, της τέχνης, της παράστασης υπό όλες τις εκφάνσεις της, των γνώσεων σχετικά με τις γνώσεις, προσκρούει σε πρότυπα θέσεων απασχόλησης που χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από ακαμψία και προσωρινότητα.3.3.4 Dem enormen Bedarf an gleichzeitig flexiblen und abgesicherten Praktiken und im Bereich der Wissensübermittlung, der Mediation, der Kunst, der Dar­stellung in allen ihren Formen, des Wissens über das Wissen stehen paradoxerweise Arbeits­modelle gegenüber, die bisweilen von Starrheit und Unsicherheit gekennzeichnet sind.

Übersetzung bestätigt

3.3.5 Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων.3.3.5 Die Starrheit der überkommenen Hierarchien im Bereich der Anerkennung von Berufs­abschlüssen kann die Entstehung neuer Berufe ebenfalls behindern.

Übersetzung bestätigt

3.3.5 Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων.3.3.5 Die Starrheit der überkommenen Hierarchien im Bereich der Anerkennung von Berufs­ab­schlüssen kann die Entstehung neuer Berufe ebenfalls behindern.

Übersetzung bestätigt

3.3.5 Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων.3.3.5 Die Starrheit der überkommenen Hierarchien im Bereich der Anerkennungen von Berufs­abschlüssen kann die Entstehung neuer Berufe ebenfalls behindern.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ακαμψία

ακαμψία η [akampsía] : η ιδιότητα του άκαμπτου. 1. αδυναμία να κάμψει, να λυγίσει κάποιος κτ. || Tα αρχαϊκά αγάλματα τα χαρακτηρίζει η ακαμψία, έλλειψη κίνησης ή έκφρασης. α. (ιατρ.) αδυναμία στην κάμψη των αρθρώσεων ή των μυών. ANT ευκαμψία1: ακαμψία ή δυσκαμψία του αυχένα / των γονάτων. Mυϊκή ακαμψία. Nεκρική ακαμψία, που παρουσιάζει ο νεκρός. β. για υλικό ή για κατασκευή που δεν μπορεί να υποστεί αλλαγή σχήματος ή άλλη παραμόρφωση: Tοιχίο ακαμψίας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback