ακαμψία α- (στερητικό) + κάμψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Griechisch | Deutsch |
---|---|
10.7 Η ακαμψία που χαρακτηρίζει σήμερα τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες συνιστά μεγάλο εμπόδιο για την κυκλική μετανάστευση. | 10.7 Die derzeitige Starrheit der europäischen Rechtsvorschriften stellt ein großes Hindernis für die zirkuläre Migration dar. Übersetzung bestätigt |
3.3.4 Η τεράστια ανάγκη για ασφαλείς και ευέλικτες δραστηριότητες και θέσεις απασχόλησης στους τομείς της μετάδοσης, της διαμεσολάβησης, της τέχνης, της παράστασης υπό όλες τις εκφάνσεις της, των γνώσεων σχετικά με τις γνώσεις, προσκρούει σε πρότυπα θέσεων απασχόλησης που χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από ακαμψία και προσωρινότητα. | 3.3.4 Dem enormen Bedarf an gleichzeitig flexiblen und abgesicherten Praktiken und im Bereich der Wissensübermittlung, der Mediation, der Kunst, der Darstellung in allen ihren Formen, des Wissens über das Wissen stehen paradoxerweise Arbeitsmodelle gegenüber, die bisweilen von Starrheit und Unsicherheit gekennzeichnet sind. Übersetzung bestätigt |
3.3.5 Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων. | 3.3.5 Die Starrheit der überkommenen Hierarchien im Bereich der Anerkennung von Berufsabschlüssen kann die Entstehung neuer Berufe ebenfalls behindern. Übersetzung bestätigt |
3.3.5 Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων. | 3.3.5 Die Starrheit der überkommenen Hierarchien im Bereich der Anerkennung von Berufsabschlüssen kann die Entstehung neuer Berufe ebenfalls behindern. Übersetzung bestätigt |
3.3.5 Η ακαμψία της παραδοσιακής ιεράρχησης σε θέματα επαγγελματικής αναγνώρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο για την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων. | 3.3.5 Die Starrheit der überkommenen Hierarchien im Bereich der Anerkennungen von Berufsabschlüssen kann die Entstehung neuer Berufe ebenfalls behindern. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
ακαμψία η [akampsía] : η ιδιότητα του άκαμπτου. 1. αδυναμία να κάμψει, να λυγίσει κάποιος κτ. || Tα αρχαϊκά αγάλματα τα χαρακτηρίζει η ακαμψία, έλλειψη κίνησης ή έκφρασης. α. (ιατρ.) αδυναμία στην κάμψη των αρθρώσεων ή των μυών. ANT ευκαμψία1: ακαμψία ή δυσκαμψία του αυχένα / των γονάτων. Mυϊκή ακαμψία. Nεκρική ακαμψία, που παρουσιάζει ο νεκρός. β. για υλικό ή για κατασκευή που δεν μπορεί να υποστεί αλλαγή σχήματος ή άλλη παραμόρφωση: Tοιχίο ακαμψίας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.