έχω altgriechisch ἔχω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
έχω μπλέξει |
έχω σκορπισμένα χαρτιά παντού |
έχω το νου μου για κάτι |
έχω ευνοϊκό άνεμο |
έχω υπογλυκαιμία |
Deutsche Synonyme |
---|
innehaben |
besitzen |
haben |
sein Eigen nennen |
(über etwas) verfügen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | έχω, parexo">-εχω | έχουμε, έχομε |
έχεις | έχετε | ||
έχει | έχουν(ε) | ||
Imper fekt | είχα | είχαμε | |
είχες | είχατε | ||
είχε | είχαν(ε) | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα έχω | θα έχουμε, θα έχομε | |
θα έχεις | θα έχετε | ||
θα έχει | θα έχουν(ε) | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να έχω | να έχουμε, να έχομε |
να έχεις | να έχετε | ||
να έχει | να έχουν(ε) | ||
Imper ativ | Pres | έχε | έχετε |
Part izip | Pres | έχοντας |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | habe | ||
du | hast | |||
er, sie, es | hat | |||
Präteritum | ich | hatte | ||
Konjunktiv II | ich | hätte | ||
Imperativ | Singular | habe! hab! | ||
Plural | habt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gehabt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:haben |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Unbestimmt | hat | hatte |
Bestimmt | hatten | hattene |
έχω [éxo] Ρ πρτ. είχα, μτχ. έχοντας : I1.δηλώνει ότι κτ. βρίσκεται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή στη χρήση κάποιου: Έχει μεγάλη περιουσία / ένα σπίτι / αυτοκίνητο / πολλά λεφτά. Έχει ένα σκύλο. έχω δύο διαμερίσματα, ένα ιδιόκτητο και ένα νοικιασμένο. || Έχει κατάστημα, είναι επαγγελματίας καταστηματάρχης. || Έχει δίπλωμα / πτυχίο, έχει τους αντίστοιχους τίτλους σπουδών. Έχει μεγάλη θέση. (έκφρ.) τα έχει, έχει πολλά λεφτά. έχει και τι δεν έχει, έχει πολύ μεγάλο αριθμό ή ποσότητα από κτ. δεν έχει τίποτα, δεν έχει περιουσία ή χρήματα. έχει δεν έχει πρέπει να πληρώσει / να δώσει, για κτ. που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, υποχρεωτικά. όσα* είχε και δεν είχε. ό,τι* έχω και δεν έχω. έχω την τελευταία* λέξη / τον τελευταίο* λόγο. ΦΡ είχε δεν είχε, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη επιμονή, που μπορεί να καταλήξει σε ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα: Είχε δεν είχε τα κατάφερε να με πείσει. Είχες δεν είχες αρρώστησες, για κπ. που αρνείται να προφυλάξει την υγεία του. έχει ο Θεός, για να δηλώσουμε ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τα προβλήματά μας στην πρόνοια του Θεού. δεν έχει το Θεό* του. το έχω μαράζι*. έχει γούστο* να ! [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.