{η}  άκρα Subst.  [akra]

(251)
(247)
{der}    Subst.
(43)
{die}    Subst.
(18)
(0)

GriechischDeutsch
Και τα δύο άκραBeide Extremitäten

Übersetzung bestätigt

ως «άκρα» νοούνται τα χέρια, οι βραχίονες, τα πόδια και οι αστράγαλοι·Extremitäten Hände, Unterarme, Füße und Knöchel.

Übersetzung bestätigt

το όριο ισοδύναμης δόσης για τα άκρα είναι 500 mSv ανά έτος.Der Grenzwert der Organ-Äquivalentdosis für die Extremitäten beträgt 500 mSv im Jahr.

Übersetzung bestätigt

το όριο ισοδύναμης δόσης για τα άκρα είναι 150 mSv ανά έτος.Der Grenzwert der Organ-Äquivalentdosis für die Extremitäten beträgt 150 mSv im Jahr.

Übersetzung bestätigt

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι για την ακτινοπροστασία λαμβάνονται μέτρα αναφορικά με όλους τους χώρους εργασίας όπου οι εργαζόμενοι ενδέχεται να λαμβάνουν έκθεση ανώτερη μιας ενεργού δόσης της τάξης του 1 mSv ανά έτος ή ισοδύναμης δόσης ύψους 15 mSv ανά έτος για τους φακούς των οφθαλμών ή 50 mSv ανά έτος για το δέρμα και τα άκρα.Die Mitgliedstaaten sorgen dafür, dass für alle Arbeitsplätze, an denen davon auszugehen ist, dass Arbeitskräfte einer Exposition mit Überschreitung einer effektiven Dosis von 1 mSv pro Jahr oder einer Organ-Äquivalentdosis von 15 mSv pro Jahr für die Augenlinse bzw. 50 mSv pro Jahr für Haut und Extremitäten ausgesetzt sein können, Strahlenschutzvorkehrungen getroffen werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu άκρα.





Singular

Plural

Nominativdie Kante

die Kanten

Genitivder Kante

der Kanten

Dativder Kante

den Kanten

Akkusativdie Kante

die Kanten




Griechische Definition zu άκρα

άκρα η· άκρη· άκρια.

1)
α) Aρχή έκτασης:
από την μίαν άκρην του ουρανού έως την άλλην άκρην (Xρον. Tόκκων 3012
β) αρχή γεγονότος:
(Συναξ. γυν. 14).
2)
α) Άκρο, τέλος έκτασης:
εις την άκρα του χωραφιού του (Πεντ. Γέν. XXIII 9
φρ. βγαίνω εις την άκραν = τα καταφέρνω, πετυχαίνω:
(Mαχ. 64015
β) άκρο αντικειμένου:
άκρα του μαχαιριού (Oρνεοσ. 5271
γ) τέλος χρονικής περιόδου:
εις την άκραν των ιε´ ημερών (Aσσίζ. 3113).
3) (Πληθ.) τα έσχατα σημεία μιας χώρας, τα σύνορα:
Aκρίτης ωνομάσθηκεν, εφύλαγεν τας άκρας (Διγ. Άνδρ. 1366).
4) Aκτή, παραλία θάλασσας:
έστειλε κάτεργα πλεούμενα …, γυρεύοντας την άκρη (Xρον. σουλτ. 14318).
5) Όχθη ποταμού:
στην άκρ’ από τον Δούναβην (Σταυριν. 444).
6) Γωνία, παράμερο σημείο μέσα στο χώρο:
(Tζάνε, Kρ. πόλ. 32521).
7) Άκρο οργάνου του ανθρώπινου σώματος:
με την άκρα του ματιού (Eρωτόκρ. A´ 1117).
8) Πτέρυγα παράταξης:
(Aχιλλ. L 454).
9) Kορυφαίος, αρχηγός ομάδας:
άκρες του Mωάβ (Πεντ. Aρ. XXIV 17).
Εκφρ.
1) Εις άκρα/‑ην = εντελώς, απόλυτα, υπερβολικά:
(Eρμον. 312,)> (Χρον. Μορ. P 3281).
2) Από άκρη = ανεξαιρέτως, πέρα για πέρα:
(Πεντ. Γέν. XIX 4).
[αρχ. ουσ. άκρα. Oι τ. άκρη και άκρια και σήμ. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback