εξακριβώνω Verb  [eksakrivono, eksakribwnw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu εξακριβώνω

εξακριβώνω altgriechisch ἐξακριβόω / ἐξακριβῶ


GriechischDeutsch
Μ' αρέσει να εξακριβώνω τα δεδομένα.Ich würde gern meine eigenen Fakten ermitteln.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εξακριβώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξακριβώνωεξακριβώνουμε, εξακριβώνομεεξακριβώνομαιεξακριβωνόμαστε
εξακριβώνειςεξακριβώνετεεξακριβώνεσαιεξακριβώνεστε, εξακριβωνόσαστε
εξακριβώνειεξακριβώνουν(ε)εξακριβώνεταιεξακριβώνονται
Imper
fekt
εξακρίβωναεξακριβώναμεεξακριβωνόμουν(α)εξακριβωνόμαστε, εξακριβωνόμασταν
εξακρίβωνεςεξακριβώνατεεξακριβωνόσουν(α)εξακριβωνόσαστε, εξακριβωνόσασταν
εξακρίβωνεεξακρίβωναν, εξακριβώναν(ε)εξακριβωνόταν(ε)εξακριβώνονταν, εξακριβωνόντανε, εξακριβωνόντουσαν
Aoristεξακρίβωσαεξακριβώσαμεεξακριβώθηκαεξακριβωθήκαμε
εξακρίβωσεςεξακριβώσατεεξακριβώθηκεςεξακριβωθήκατε
εξακρίβωσεεξακρίβωσαν, εξακριβώσαν(ε)εξακριβώθηκεεξακριβώθηκαν, εξακριβωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξακριβώσει
έχω εξακριβωμένο
έχουμε εξακριβώσει
έχουμε εξακριβωμένο
έχω εξακριβωθεί
είμαι εξακριβωμένος, -η
έχουμε εξακριβωθεί
είμαστε εξακριβωμένοι, -ες
έχεις εξακριβώσει
έχεις εξακριβωμένο
έχετε εξακριβώσει
έχετε εξακριβωμένο
έχεις εξακριβωθεί
είσαι εξακριβωμένος, -η
έχετε εξακριβωθεί
είστε εξακριβωμένοι, -ες
έχει εξακριβώσει
έχει εξακριβωμένο
έχουν εξακριβώσει
έχουν εξακριβωμένο
έχει εξακριβωθεί
είναι εξακριβωμένος, -η, -ο
έχουν εξακριβωθεί
είναι εξακριβωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξακριβώσει
είχα εξακριβωμένο
είχαμε εξακριβώσει
είχαμε εξακριβωμένο
είχα εξακριβωθεί
ήμουν εξακριβωμένος, -η
είχαμε εξακριβωθεί
ήμαστε εξακριβωμένοι, -ες
είχες εξακριβώσει
είχες εξακριβωμένο
είχατε εξακριβώσει
είχατε εξακριβωμένο
είχες εξακριβωθεί
ήσουν εξακριβωμένος, -η
είχατε εξακριβωθεί
ήσαστε εξακριβωμένοι, -ες
είχε εξακριβώσει
είχε εξακριβωμένο
είχαν εξακριβώσει
είχαν εξακριβωμένο
είχε εξακριβωθεί
ήταν εξακριβωμένος, -η, -ο
είχαν εξακριβωθεί
ήταν εξακριβωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξακριβώνωθα εξακριβώνουμε, θα εξακριβώνομεθα εξακριβώνομαιθα εξακριβωνόμαστε
θα εξακριβώνειςθα εξακριβώνετεθα εξακριβώνεσαιθα εξακριβώνεστε, θα εξακριβωνόσαστε
θα εξακριβώνειθα εξακριβώνουν(ε)θα εξακριβώνεταιθα εξακριβώνονται
Fut
ur
θα εξακριβώσωθα εξακριβώσουμε, θα εξακριβώσομεθα εξακριβωθώθα εξακριβωθούμε
θα εξακριβώσειςθα εξακριβώσετεθα εξακριβωθείςθα εξακριβωθείτε
θα εξακριβώσειθα εξακριβώσουνθα εξακριβωθείθα εξακριβωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξακριβώσει
θα έχω εξακριβωμένο
θα έχουμε εξακριβώσει
θα έχουμε εξακριβωμένο
θα έχω εξακριβωθεί
θα είμαι εξακριβωμένος, -η
θα έχουμε εξακριβωθεί
θα είμαστε εξακριβωμένοι, -ες
θα έχεις εξακριβώσει
θα έχεις εξακριβωμένο
θα έχετε εξακριβώσει
θα έχετε εξακριβωμένο
θα έχεις εξακριβωθεί
θα είσαι εξακριβωμένος, -η
θα έχετε εξακριβωθεί
θα είστε εξακριβωμένοι, -ες
θα έχει εξακριβώσει
θα έχει εξακριβωμένο
θα έχουν εξακριβώσει
θα έχουν εξακριβωμένο
θα έχει εξακριβωθεί
θα είναι εξακριβωμένος, -η, -ο
θα έχουν εξακριβωθεί
θα είναι εξακριβωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξακριβώνωνα εξακριβώνουμε, να εξακριβώνομενα εξακριβώνομαινα εξακριβωνόμαστε
να εξακριβώνειςνα εξακριβώνετενα εξακριβώνεσαινα εξακριβώνεστε, να εξακριβωνόσαστε
να εξακριβώνεινα εξακριβώνουν(ε)να εξακριβώνεταινα εξακριβώνονται
Aoristνα εξακριβώσωνα εξακριβώσουμε, να εξακριβώσομενα εξακριβωθώνα εξακριβωθούμε
να εξακριβώσειςνα εξακριβώσετενα εξακριβωθείςνα εξακριβωθείτε
να εξακριβώσεινα εξακριβώσουν(ε)να εξακριβωθείνα εξακριβωθούν(ε)
Perfνα έχω εξακριβώσει
να έχω εξακριβωμένο
να έχουμε εξακριβώσει
να έχουμε εξακριβωμένο
να έχω εξακριβωθεί
να είμαι εξακριβωμένος, -η
να έχουμε εξακριβωθεί
να είμαστε εξακριβωμένοι, -ες
να έχεις εξακριβώσει
να έχεις εξακριβωμένο
να έχετε εξακριβώσει
να έχετε εξακριβωμένο
να έχεις εξακριβωθεί
να είσαι εξακριβωμένος, -η
να έχετε εξακριβωθεί
να είστε εξακριβωμένοι, -ες
να έχει εξακριβώσει
να έχει εξακριβωμένο
να έχουν εξακριβώσει
να έχουν εξακριβωμένο
να έχει εξακριβωθεί
να είναι εξακριβωμένος, -η, -ο
να έχουν εξακριβωθεί
να είναι εξακριβωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξακρίβωνεεξακριβώνετεεξακριβώνεστε
Aoristεξακρίβωσεεξακριβώστε, εξακριβώσετεεξακριβώσουεξακριβωθείτε
Part
izip
Presεξακριβώνοντας
Perfέχοντας εξακριβώσει, έχοντας εξακριβωμένοεξακριβωμένος, -η, -οεξακριβωμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξακριβώσειεξακριβωθεί







Griechische Definition zu εξακριβώνω

εξακριβώνω [eksakrivóno] -ομαι : σχηματίζω αντίληψη για κτ. ύστερα από λεπτομερή και συστηματική έρευνα: H αστυνομία προσπαθεί να εξακριβώσει τα κίνητρα του εγκλήματος. α. ελέγχω: Οι πληροφορίες δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένες. β. επαληθεύω: Οι θέσεις του είναι θεωρητικές· δεν έχουν εξακριβωθεί στην πράξη.

[λόγ. < αρχ. ἐξακριβ(ῶ) -ώνω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback