δροσίζω Verb  [drosizo, throsizo, drosizw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu δροσίζω

δροσίζω altgriechisch δροσίζω δρόσος


GriechischDeutsch
Έπρεπε να δροσίζω το πουλί μου ενδιάμεσα από τα πηδήματα.Hammer. Ich musste meinen Schwanz mit Eis kühlen, so heiß ist er gelaufen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu δροσίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δροσίζωδροσίζουμε, δροσίζομεδροσίζομαιδροσιζόμαστε
δροσίζειςδροσίζετεδροσίζεσαιδροσίζεστε, δροσιζόσαστε
δροσίζειδροσίζουν(ε)δροσίζεταιδροσίζονται
Imper
fekt
δρόσιζαδροσίζαμεδροσιζόμουν(α)δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν
δρόσιζεςδροσίζατεδροσιζόσουν(α)δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν
δρόσιζεδρόσιζαν, δροσίζαν(ε)δροσιζόταν(ε)δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν
Aoristδρόσισαδροσίσαμεδροσίστηκαδροσιστήκαμε
δρόσισεςδροσίσατεδροσίστηκεςδροσιστήκατε
δρόσισεδρόσισαν, δροσίσαν(ε)δροσίστηκεδροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δροσίσει
έχω δροσισμένο
έχουμε δροσίσει
έχουμε δροσισμένο
έχω δροσιστεί
είμαι δροσισμένος, -η
έχουμε δροσιστεί
είμαστε δροσισμένοι, -ες
έχεις δροσίσει
έχεις δροσισμένο
έχετε δροσίσει
έχετε δροσισμένο
έχεις δροσιστεί
είσαι δροσισμένος, -η
έχετε δροσιστεί
είστε δροσισμένοι, -ες
έχει δροσίσει
έχει δροσισμένο
έχουν δροσίσει
έχουν δροσισμένο
έχει δροσιστεί
είναι δροσισμένος, -η, -ο
έχουν δροσιστεί
είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δροσίσει
είχα δροσισμένο
είχαμε δροσίσει
είχαμε δροσισμένο
είχα δροσιστεί
ήμουν δροσισμένος, -η
είχαμε δροσιστεί
ήμαστε δροσισμένοι, -ες
είχες δροσίσει
είχες δροσισμένο
είχατε δροσίσει
είχατε δροσισμένο
είχες δροσιστεί
ήσουν δροσισμένος, -η
είχατε δροσιστεί
ήσαστε δροσισμένοι, -ες
είχε δροσίσει
είχε δροσισμένο
είχαν δροσίσει
είχαν δροσισμένο
είχε δροσιστεί
ήταν δροσισμένος, -η, -ο
είχαν δροσιστεί
ήταν δροσισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δροσίζωθα δροσίζουμε, θα δροσίζομεθα δροσίζομαιθα δροσιζόμαστε
θα δροσίζειςθα δροσίζετεθα δροσίζεσαιθα δροσίζεστε, θα δροσιζόσαστε
θα δροσίζειθα δροσίζουν(ε)θα δροσίζεταιθα δροσίζονται
Fut
ur
θα δροσίσωθα δροσίσουμε, θα δροσίζομεθα δροσιστώθα δροσιστούμε
θα δροσίσειςθα δροσίσετεθα δροσιστείςθα δροσιστείτε
θα δροσίσειθα δροσίσουν(ε)θα δροσιστείθα δροσιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δροσίσει
θα έχω δροσισμένο
θα έχουμε δροσίσει
θα έχουμε δροσισμένο
θα έχω δροσιστεί
θα είμαι δροσισμένος, -η
θα έχουμε δροσιστεί
θα είμαστε δροσισμένοι, -ες
θα έχεις δροσίσει
θα έχεις δροσισμένο
θα έχετε δροσίσει
θα έχετε δροσισμένο
θα έχεις δροσιστεί
θα είσαι δροσισμένος, -η
θα έχετε δροσιστεί
θα είστε δροσισμένοι, -ες
θα έχει δροσίσει
θα έχει δροσισμένο
θα έχουν δροσίσει
θα έχουν δροσισμένο
θα έχει δροσιστεί
θα είναι δροσισμένος, -η, -ο
θα έχουν δροσιστεί
θα είναι δροσισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δροσίζωνα δροσίζουμε, να δροσίζομενα δροσίζομαινα δροσιζόμαστε
να δροσίζειςνα δροσίζετενα δροσίζεσαινα δροσίζεστε, να δροσιζόσαστε
να δροσίζεινα δροσίζουν(ε)να δροσίζεταινα δροσίζονται
Aoristνα δροσίσωνα δροσίσουμε, να δροσίσομενα δροσιστώνα δροσιστούμε
να δροσίσειςνα δροσίσετενα δροσιστείςνα δροσιστείτε
να δροσίσεινα δροσίσουν(ε)να δροσιστείνα δροσιστούν(ε)
Perfνα έχω δροσίσει
να έχω δροσισμένο
να έχουμε δροσίσει
να έχουμε δροσισμένο
να έχω δροσιστεί
να είμαι δροσισμένος, -η
να έχουμε δροσιστεί
να είμαστε δροσισμένοι, -ες
να έχεις δροσίσει
να έχεις δροσισμένο
να έχετε δροσίσει
να έχετε δροσισμένο
να έχεις δροσιστεί
να είσαι δροσισμένος, -η
να έχετε δροσιστεί
να είστε δροσισμένοι, -ες
να έχει δροσίσει
να έχει δροσισμένο
να έχουν δροσίσει
να έχουν δροσισμένο
να έχει δροσιστεί
να είναι δροσισμένος, -η, -ο
να έχουν δροσιστεί
να είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδρόσιζεδροσίζετεδροσίζεστε
Aoristδρόσισεδροσίστεδροσίσουδροσιστείτε
Part
izip
Presδροσίζονταςδροσιζόμενος
Perfέχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένοδροσισμένος, -η, -οδροσισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδροσίσειδροσιστεί









Griechische Definition zu δροσίζω

δροσίζω [δrosízo] -ομαι : 1. κάνω κτ. δροσερό, ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα: H πήλινη κανάτα δροσίζει το νερό. || για κτ. που γίνεται δροσερό: Δρόσισε (ο καιρός). Άνοιξα το παράθυρο για να δροσίσει το δωμάτιο. Bάλε το νερό στο ψυγείο για να δροσίσει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback