Deutsch | Griechisch |
---|---|
Hammer. Ich musste meinen Schwanz mit Eis kühlen, so heiß ist er gelaufen. | Έπρεπε να δροσίζω το πουλί μου ενδιάμεσα από τα πηδήματα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Kälte verbreiten |
kühlen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kühle | ||
du | kühlst | |||
er, sie, es | kühlt | |||
Präteritum | ich | kühlte | ||
Konjunktiv II | ich | kühlte | ||
Imperativ | Singular | kühl! kühle! | ||
Plural | kühlt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gekühlt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kühlen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δροσίζω | δροσίζουμε, δροσίζομε | δροσίζομαι | δροσιζόμαστε |
δροσίζεις | δροσίζετε | δροσίζεσαι | δροσίζεστε, δροσιζόσαστε | ||
δροσίζει | δροσίζουν(ε) | δροσίζεται | δροσίζονται | ||
Imper fekt | δρόσιζα | δροσίζαμε | δροσιζόμουν(α) | δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν | |
δρόσιζες | δροσίζατε | δροσιζόσουν(α) | δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν | ||
δρόσιζε | δρόσιζαν, δροσίζαν(ε) | δροσιζόταν(ε) | δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν | ||
Aorist | δρόσισα | δροσίσαμε | δροσίστηκα | δροσιστήκαμε | |
δρόσισες | δροσίσατε | δροσίστηκες | δροσιστήκατε | ||
δρόσισε | δρόσισαν, δροσίσαν(ε) | δροσίστηκε | δροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δροσίσει έχω δροσισμένο | έχουμε δροσίσει έχουμε δροσισμένο | έχω δροσιστεί είμαι δροσισμένος, -η | έχουμε δροσιστεί είμαστε δροσισμένοι, -ες | |
έχεις δροσίσει έχεις δροσισμένο | έχετε δροσίσει έχετε δροσισμένο | έχεις δροσιστεί είσαι δροσισμένος, -η | έχετε δροσιστεί είστε δροσισμένοι, -ες | ||
έχει δροσίσει έχει δροσισμένο | έχουν δροσίσει έχουν δροσισμένο | έχει δροσιστεί είναι δροσισμένος, -η, -ο | έχουν δροσιστεί είναι δροσισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα δροσίσει είχα δροσισμένο | είχαμε δροσίσει είχαμε δροσισμένο | είχα δροσιστεί ήμουν δροσισμένος, -η | είχαμε δροσιστεί ήμαστε δροσισμένοι, -ες | |
είχες δροσίσει είχες δροσισμένο | είχατε δροσίσει είχατε δροσισμένο | είχες δροσιστεί ήσουν δροσισμένος, -η | είχατε δροσιστεί ήσαστε δροσισμένοι, -ες | ||
είχε δροσίσει είχε δροσισμένο | είχαν δροσίσει είχαν δροσισμένο | είχε δροσιστεί ήταν δροσισμένος, -η, -ο | είχαν δροσιστεί ήταν δροσισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δροσίζω | θα δροσίζουμε, | θα δροσίζομαι | θα δροσιζόμαστε | |
θα δροσίζεις | θα δροσίζετε | θα δροσίζεσαι | θα δροσίζεστε, | ||
θα δροσίζει | θα δροσίζουν(ε) | θα δροσίζεται | θα δροσίζονται | ||
Fut ur | θα δροσίσω | θα δροσίσουμε, | θα δροσιστώ | θα δροσιστούμε | |
θα δροσίσεις | θα δροσίσετε | θα δροσιστείς | θα δροσιστείτε | ||
θα δροσίσει | θα δροσίσουν(ε) | θα δροσιστεί | θα δροσιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δροσίζω | να δροσίζουμε, | να δροσίζομαι | να δροσιζόμαστε |
να δροσίζεις | να δροσίζετε | να δροσίζεσαι | να δροσίζεστε, | ||
να δροσίζει | να δροσίζουν(ε) | να δροσίζεται | να δροσίζονται | ||
Aorist | να δροσίσω | να δροσίσουμε, | να δροσιστώ | να δροσιστούμε | |
να δροσίσεις | να δροσίσετε | να δροσιστείς | να δροσιστείτε | ||
να δροσίσει | να δροσίσουν(ε) | να δροσιστεί | να δροσιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δροσίσει | να έχουμε δροσίσει | να έχω δροσιστεί | να έχουμε δροσιστεί | |
να έχεις δροσίσει | να έχετε δροσίσει | να έχεις δροσιστεί | να έχετε δροσιστεί | ||
να έχει δροσίσει | να έχουν δροσίσει | να έχει δροσιστεί | να έχουν δροσιστεί | ||
Imper ativ | Pres | δρόσιζε | δροσίζετε | δροσίζεστε | |
Aorist | δρόσισε | δροσίστε | δροσίσου | δροσιστείτε | |
Part izip | Pres | δροσίζοντας | δροσιζόμενος | ||
Perf | έχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένο | δροσισμένος, -η, -ο | δροσισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δροσίσει | δροσιστεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κρυώνω | κρυώνουμε, κρυώνομε |
κρυώνεις | κρυώνετε | ||
κρυώνει | κρυώνουν(ε) | ||
Imper fekt | κρύωνα | κρυώναμε | |
κρύωνες | κρυώνατε | ||
κρύωνε | κρύωναν, κρυώναν(ε) | ||
Aorist | κρύωσα | κρυώσαμε | |
κρύωσες | κρυώσατε | ||
κρύωσε | κρύωσαν, κρυώσαν(ε) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα κρυώνω | θα κρυώνουμε, | |
θα κρυώνεις | θα κρυώνετε | ||
θα κρυώνει | θα κρυώνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κρυώσω | θα κρυώσουμε, | |
θα κρυώσεις | θα κρυώσετε | ||
θα κρυώσει | θα κρυώσουν | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κρυώνω | να κρυώνουμε, |
να κρυώνεις | να κρυώνετε | ||
να κρυώνει | να κρυώνουν(ε) | ||
Aorist | να κρυώσω | να κρυώσουμε, | |
να κρυώσεις | να κρυώσετε | ||
να κρυώσει | να κρυώσουν(ε) | ||
Perf | |||
να έχεις κρυώσει να έχεις κρυωμένο | να έχετε κρυώσει να έχετε κρυωμένο | ||
να έχει κρυώσει να έχει κρυωμένο | να έχουν κρυώσει να έχουν κρυωμένο | ||
Imper ativ | Pres | κρύωνε | κρυώνετε |
Aorist | κρύωσε | κρυώστε, κρυώσετε | |
Part izip | Pres | κρυώνοντας | |
Perf | έχοντας κρυώσει, έχοντας κρυωμένο | ||
Infin | Aorist | κρυώσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.