kühlen
 Verb

δροσίζω Verb
(1)
κρυώνω Verb
(0)
ψύχω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Hammer. Ich musste meinen Schwanz mit Eis kühlen, so heiß ist er gelaufen.Έπρεπε να δροσίζω το πουλί μου ενδιάμεσα από τα πηδήματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Kälte verbreiten
kühlen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δροσίζωδροσίζουμε, δροσίζομεδροσίζομαιδροσιζόμαστε
δροσίζειςδροσίζετεδροσίζεσαιδροσίζεστε, δροσιζόσαστε
δροσίζειδροσίζουν(ε)δροσίζεταιδροσίζονται
Imper
fekt
δρόσιζαδροσίζαμεδροσιζόμουν(α)δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν
δρόσιζεςδροσίζατεδροσιζόσουν(α)δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν
δρόσιζεδρόσιζαν, δροσίζαν(ε)δροσιζόταν(ε)δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν
Aoristδρόσισαδροσίσαμεδροσίστηκαδροσιστήκαμε
δρόσισεςδροσίσατεδροσίστηκεςδροσιστήκατε
δρόσισεδρόσισαν, δροσίσαν(ε)δροσίστηκεδροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δροσίσει
έχω δροσισμένο
έχουμε δροσίσει
έχουμε δροσισμένο
έχω δροσιστεί
είμαι δροσισμένος, -η
έχουμε δροσιστεί
είμαστε δροσισμένοι, -ες
έχεις δροσίσει
έχεις δροσισμένο
έχετε δροσίσει
έχετε δροσισμένο
έχεις δροσιστεί
είσαι δροσισμένος, -η
έχετε δροσιστεί
είστε δροσισμένοι, -ες
έχει δροσίσει
έχει δροσισμένο
έχουν δροσίσει
έχουν δροσισμένο
έχει δροσιστεί
είναι δροσισμένος, -η, -ο
έχουν δροσιστεί
είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δροσίσει
είχα δροσισμένο
είχαμε δροσίσει
είχαμε δροσισμένο
είχα δροσιστεί
ήμουν δροσισμένος, -η
είχαμε δροσιστεί
ήμαστε δροσισμένοι, -ες
είχες δροσίσει
είχες δροσισμένο
είχατε δροσίσει
είχατε δροσισμένο
είχες δροσιστεί
ήσουν δροσισμένος, -η
είχατε δροσιστεί
ήσαστε δροσισμένοι, -ες
είχε δροσίσει
είχε δροσισμένο
είχαν δροσίσει
είχαν δροσισμένο
είχε δροσιστεί
ήταν δροσισμένος, -η, -ο
είχαν δροσιστεί
ήταν δροσισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δροσίζωθα δροσίζουμε, θα δροσίζομεθα δροσίζομαιθα δροσιζόμαστε
θα δροσίζειςθα δροσίζετεθα δροσίζεσαιθα δροσίζεστε, θα δροσιζόσαστε
θα δροσίζειθα δροσίζουν(ε)θα δροσίζεταιθα δροσίζονται
Fut
ur
θα δροσίσωθα δροσίσουμε, θα δροσίζομεθα δροσιστώθα δροσιστούμε
θα δροσίσειςθα δροσίσετεθα δροσιστείςθα δροσιστείτε
θα δροσίσειθα δροσίσουν(ε)θα δροσιστείθα δροσιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δροσίσει
θα έχω δροσισμένο
θα έχουμε δροσίσει
θα έχουμε δροσισμένο
θα έχω δροσιστεί
θα είμαι δροσισμένος, -η
θα έχουμε δροσιστεί
θα είμαστε δροσισμένοι, -ες
θα έχεις δροσίσει
θα έχεις δροσισμένο
θα έχετε δροσίσει
θα έχετε δροσισμένο
θα έχεις δροσιστεί
θα είσαι δροσισμένος, -η
θα έχετε δροσιστεί
θα είστε δροσισμένοι, -ες
θα έχει δροσίσει
θα έχει δροσισμένο
θα έχουν δροσίσει
θα έχουν δροσισμένο
θα έχει δροσιστεί
θα είναι δροσισμένος, -η, -ο
θα έχουν δροσιστεί
θα είναι δροσισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δροσίζωνα δροσίζουμε, να δροσίζομενα δροσίζομαινα δροσιζόμαστε
να δροσίζειςνα δροσίζετενα δροσίζεσαινα δροσίζεστε, να δροσιζόσαστε
να δροσίζεινα δροσίζουν(ε)να δροσίζεταινα δροσίζονται
Aoristνα δροσίσωνα δροσίσουμε, να δροσίσομενα δροσιστώνα δροσιστούμε
να δροσίσειςνα δροσίσετενα δροσιστείςνα δροσιστείτε
να δροσίσεινα δροσίσουν(ε)να δροσιστείνα δροσιστούν(ε)
Perfνα έχω δροσίσει
να έχω δροσισμένο
να έχουμε δροσίσει
να έχουμε δροσισμένο
να έχω δροσιστεί
να είμαι δροσισμένος, -η
να έχουμε δροσιστεί
να είμαστε δροσισμένοι, -ες
να έχεις δροσίσει
να έχεις δροσισμένο
να έχετε δροσίσει
να έχετε δροσισμένο
να έχεις δροσιστεί
να είσαι δροσισμένος, -η
να έχετε δροσιστεί
να είστε δροσισμένοι, -ες
να έχει δροσίσει
να έχει δροσισμένο
να έχουν δροσίσει
να έχουν δροσισμένο
να έχει δροσιστεί
να είναι δροσισμένος, -η, -ο
να έχουν δροσιστεί
να είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδρόσιζεδροσίζετεδροσίζεστε
Aoristδρόσισεδροσίστεδροσίσουδροσιστείτε
Part
izip
Presδροσίζονταςδροσιζόμενος
Perfέχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένοδροσισμένος, -η, -οδροσισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδροσίσειδροσιστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρυώνωκρυώνουμε, κρυώνομε
κρυώνειςκρυώνετε
κρυώνεικρυώνουν(ε)
Imper
fekt
κρύωνακρυώναμε
κρύωνεςκρυώνατε
κρύωνεκρύωναν, κρυώναν(ε)
Aoristκρύωσακρυώσαμε
κρύωσεςκρυώσατε
κρύωσεκρύωσαν, κρυώσαν(ε)
Per
fekt
έχω κρυώσει
έχω κρυωμένο
έχουμε κρυώσει
έχουμε κρυωμένο
έχεις κρυώσει
έχεις κρυωμένο
έχετε κρυώσει
έχετε κρυωμένο
έχει κρυώσει
έχει κρυωμένο
έχουν κρυώσει
έχουν κρυωμένο
Plu
per
fekt
είχα κρυώσει
είχα κρυωμένο
είχαμε κρυώσει
είχαμε κρυωμένο
είχες κρυώσει
είχες κρυωμένο
είχατε κρυώσει
είχατε κρυωμένο
είχε κρυώσει
είχε κρυωμένο
είχαν κρυώσει
είχαν κρυωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρυώνωθα κρυώνουμε, θα κρυώνομε
θα κρυώνειςθα κρυώνετε
θα κρυώνειθα κρυώνουν(ε)
Fut
ur
θα κρυώσωθα κρυώσουμε, θα κρυώσομε
θα κρυώσειςθα κρυώσετε
θα κρυώσειθα κρυώσουν
Fut
ur II
θα έχω κρυώσει
θα έχω κρυωμένο
θα έχουμε κρυώσει
θα έχουμε κρυωμένο
θα έχεις κρυώσει
θα έχεις κρυωμένο
θα έχετε κρυώσει
θα έχετε κρυωμένο
θα έχει κρυώσει
θα έχει κρυωμένο
θα έχουν κρυώσει
θα έχουν κρυωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρυώνωνα κρυώνουμε, να κρυώνομε
να κρυώνειςνα κρυώνετε
να κρυώνεινα κρυώνουν(ε)
Aoristνα κρυώσωνα κρυώσουμε, να κρυώσομε
να κρυώσειςνα κρυώσετε
να κρυώσεινα κρυώσουν(ε)
Perfνα έχω κρυώσει
να έχω κρυωμένο
να έχουμε κρυώσει
να έχουμε κρυωμένο
να έχεις κρυώσει
να έχεις κρυωμένο
να έχετε κρυώσει
να έχετε κρυωμένο
να έχει κρυώσει
να έχει κρυωμένο
να έχουν κρυώσει
να έχουν κρυωμένο
Imper
ativ
Presκρύωνεκρυώνετε
Aoristκρύωσεκρυώστε, κρυώσετε
Part
izip
Presκρυώνοντας
Perfέχοντας κρυώσει, έχοντας κρυωμένο
InfinAoristκρυώσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback