abkühlen
 Verb

δροσίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Sechzig Tage werden dich abkühlen.60 μέρες θα σε ηρεμήσουν!

Übersetzung nicht bestätigt

Der will sich nicht abkühlen, der steckt in Schwierigkeiten.-Δεν είναι εκεί μέσα για την υγεία του! Έχει μπλέξει.

Übersetzung nicht bestätigt

Nein. Er soll seinen Kopf in Dixons Minen abkühlen. Ich nehme ihn nicht.Οχι, αστον να ηρεμισει το κεφαλι του στα ορυχεια του Ντιξον, εγω δεν τον θελω.

Übersetzung nicht bestätigt

Und jetzt lass es im Kalten abkühlen. Wie schmeckt es, Vater?Τώρα, άφησε το σ`ένα δροσερό μέρος, μέχρι να ετοιμαστεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Schaffner hatte Streit mit denen. Da hat er sie abgehängt, in Rockingham Hamlet. Damit sie sich abkühlen.Ο ελεγκτής θύμωσε και τους εγκατέλειψε στην άκρη για να ηρεμίσουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
abkühlen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δροσίζωδροσίζουμε, δροσίζομεδροσίζομαιδροσιζόμαστε
δροσίζειςδροσίζετεδροσίζεσαιδροσίζεστε, δροσιζόσαστε
δροσίζειδροσίζουν(ε)δροσίζεταιδροσίζονται
Imper
fekt
δρόσιζαδροσίζαμεδροσιζόμουν(α)δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν
δρόσιζεςδροσίζατεδροσιζόσουν(α)δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν
δρόσιζεδρόσιζαν, δροσίζαν(ε)δροσιζόταν(ε)δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν
Aoristδρόσισαδροσίσαμεδροσίστηκαδροσιστήκαμε
δρόσισεςδροσίσατεδροσίστηκεςδροσιστήκατε
δρόσισεδρόσισαν, δροσίσαν(ε)δροσίστηκεδροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δροσίσει
έχω δροσισμένο
έχουμε δροσίσει
έχουμε δροσισμένο
έχω δροσιστεί
είμαι δροσισμένος, -η
έχουμε δροσιστεί
είμαστε δροσισμένοι, -ες
έχεις δροσίσει
έχεις δροσισμένο
έχετε δροσίσει
έχετε δροσισμένο
έχεις δροσιστεί
είσαι δροσισμένος, -η
έχετε δροσιστεί
είστε δροσισμένοι, -ες
έχει δροσίσει
έχει δροσισμένο
έχουν δροσίσει
έχουν δροσισμένο
έχει δροσιστεί
είναι δροσισμένος, -η, -ο
έχουν δροσιστεί
είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δροσίσει
είχα δροσισμένο
είχαμε δροσίσει
είχαμε δροσισμένο
είχα δροσιστεί
ήμουν δροσισμένος, -η
είχαμε δροσιστεί
ήμαστε δροσισμένοι, -ες
είχες δροσίσει
είχες δροσισμένο
είχατε δροσίσει
είχατε δροσισμένο
είχες δροσιστεί
ήσουν δροσισμένος, -η
είχατε δροσιστεί
ήσαστε δροσισμένοι, -ες
είχε δροσίσει
είχε δροσισμένο
είχαν δροσίσει
είχαν δροσισμένο
είχε δροσιστεί
ήταν δροσισμένος, -η, -ο
είχαν δροσιστεί
ήταν δροσισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δροσίζωθα δροσίζουμε, θα δροσίζομεθα δροσίζομαιθα δροσιζόμαστε
θα δροσίζειςθα δροσίζετεθα δροσίζεσαιθα δροσίζεστε, θα δροσιζόσαστε
θα δροσίζειθα δροσίζουν(ε)θα δροσίζεταιθα δροσίζονται
Fut
ur
θα δροσίσωθα δροσίσουμε, θα δροσίζομεθα δροσιστώθα δροσιστούμε
θα δροσίσειςθα δροσίσετεθα δροσιστείςθα δροσιστείτε
θα δροσίσειθα δροσίσουν(ε)θα δροσιστείθα δροσιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δροσίσει
θα έχω δροσισμένο
θα έχουμε δροσίσει
θα έχουμε δροσισμένο
θα έχω δροσιστεί
θα είμαι δροσισμένος, -η
θα έχουμε δροσιστεί
θα είμαστε δροσισμένοι, -ες
θα έχεις δροσίσει
θα έχεις δροσισμένο
θα έχετε δροσίσει
θα έχετε δροσισμένο
θα έχεις δροσιστεί
θα είσαι δροσισμένος, -η
θα έχετε δροσιστεί
θα είστε δροσισμένοι, -ες
θα έχει δροσίσει
θα έχει δροσισμένο
θα έχουν δροσίσει
θα έχουν δροσισμένο
θα έχει δροσιστεί
θα είναι δροσισμένος, -η, -ο
θα έχουν δροσιστεί
θα είναι δροσισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δροσίζωνα δροσίζουμε, να δροσίζομενα δροσίζομαινα δροσιζόμαστε
να δροσίζειςνα δροσίζετενα δροσίζεσαινα δροσίζεστε, να δροσιζόσαστε
να δροσίζεινα δροσίζουν(ε)να δροσίζεταινα δροσίζονται
Aoristνα δροσίσωνα δροσίσουμε, να δροσίσομενα δροσιστώνα δροσιστούμε
να δροσίσειςνα δροσίσετενα δροσιστείςνα δροσιστείτε
να δροσίσεινα δροσίσουν(ε)να δροσιστείνα δροσιστούν(ε)
Perfνα έχω δροσίσει
να έχω δροσισμένο
να έχουμε δροσίσει
να έχουμε δροσισμένο
να έχω δροσιστεί
να είμαι δροσισμένος, -η
να έχουμε δροσιστεί
να είμαστε δροσισμένοι, -ες
να έχεις δροσίσει
να έχεις δροσισμένο
να έχετε δροσίσει
να έχετε δροσισμένο
να έχεις δροσιστεί
να είσαι δροσισμένος, -η
να έχετε δροσιστεί
να είστε δροσισμένοι, -ες
να έχει δροσίσει
να έχει δροσισμένο
να έχουν δροσίσει
να έχουν δροσισμένο
να έχει δροσιστεί
να είναι δροσισμένος, -η, -ο
να έχουν δροσιστεί
να είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδρόσιζεδροσίζετεδροσίζεστε
Aoristδρόσισεδροσίστεδροσίσουδροσιστείτε
Part
izip
Presδροσίζονταςδροσιζόμενος
Perfέχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένοδροσισμένος, -η, -οδροσισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδροσίσειδροσιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback